Η κουρτίνα από το απέναντι μπαλκόνι ανέμιζε και η ζέστη του Αυγούστου δεν άφηνε ασυγκίνητο κανέναν. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων καυγάδιζε σαν εφηβικό νάζι.
Ο άγνωστος γείτονας των αμέτρητων καλοκαιριών με ένα βοηθητικό πι και με τρεμάμενη φωνή, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος από τη ζωή, με άσπρα μαλλιά και μουστάκι σαν βαμβάκι ακατέργαστο, ήθελε να αισθανθεί ζωντανός και ικανός. Η σύζυγος, ακούραστη με βαμμένα κάστανα μαλλιά που αρμόζουν σε κυρία της εποχής της, μπαινοβγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο με ένα τρίποδο μπαστουνάκι προσπαθώντας να ξεσπάσει και αυτή.
Advertisment
– Σταμάτα θα σου πετάξω την καρέκλα στο κεφάλι! – Έτσι όπως τα έκανες, να τα φας! Η φωνή της όμως έβγαζε κάτι γνώριμο και οικείο. Μια νιότη καταπιεσμένη και ανεκμετάλλευτη. Αυτός, από τον καναπέ του, βασταζόμενος στο ξύλινο τετράποδο αναστήθηκε και αποκρίθηκε στο κάλεσμα του αντιπάλου. – Τι λες μωρέ. Τι λες μωρέ! – Άντε παράτα μας!
Δεν καταλάβαινα την αιτία της διαφωνίας. Το φεγγάρι είχε ξεπροβάλλει και γεννούσε σκιές του δρόμου χωρίς να φανερώνει τη δικιά του ηλικία. Θαρρείς πως δεν είχε παλιώσει ακόμα.
Ένα αεροπλάνο διέσχιζε τον ορίζοντα και αναβόσβηνε το φως του, υπενθυμίζοντας την παρουσία του στον κατά τα άλλα πρωτοπόρο ουρανό. Η μυρωδιά του βασιλικού που γαργαλούσε τη μύτη μου με προσγείωσε στη γη. Οι φωνές σταμάτησαν. Η μπόρα πέρασε.
Advertisment
Είχε φροντίσει ο άντρας της να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί. Τον σκέπασε με ένα ελαφρύ σεντόνι και τον καληνύχτισε με ένα άγγιγμα στα μαλλιά. Έκανε τον σταυρό της στην εικόνα της Παναγιάς, άναψε το καντήλι και προσευχήθηκε. Τα παντζούρια είχαν κλείσει. Οι ψυχές τους ήρεμες καρτερούσαν το πρωινό ξημέρωμα.
Τότε κατάλαβα πως η ζωή είναι σαν δύο παραθυρόφυλλα. Πότε είναι κλειστά, πότε ανοιχτά.
Τασος Βακφάρης – Photo: Author/Depositphotos
- Φλούδες μανταρίνι… - 18 Νοεμβρίου 2024
- Από βδομάδα θα ενηλικιωθώ και δεν θα επαναλαμβάνω τα τραύματα μου… - 23 Σεπτεμβρίου 2024
- «Το αγέννητο παιδί μου…» - 22 Απριλίου 2024