Είτε πρόκειται για έναν τραυματισμό, είτε για ένα χρόνιο καθημερινό πρόβλημα υγείας, ο πόνος είναι κάτι που όλοι νιώθουμε – άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Ο πόνος είναι τόσο μια αισθητηριακή, όσο και μια συναισθηματική εμπειρία που βιώνεται διαφορετικά από τον καθένα.
Επιπλέον, υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο πώς αντιμετωπίζουμε τον πόνο και πώς τον ανεχόμαστε. Αν και οι όροι «κατώφλι πόνου» και «αντοχήστον πόνο» χρησιμοποιούνται συχνά ως ίδιοι, δεν σημαίνουν το ίδιο.
Advertisment
Το κατώφλι του πόνου ορίζει το επίπεδο στο οποίο αντιλαμβανόμαστε ένα ερέθισμα ως επώδυνο. Η αντοχή στον πόνο έχει μια τελείως διαφορετική σημασία – προσδιορίζει το πόσο ένας άνθρωπος μπορεί να αντέξει να πονά χωρίς να καταρρεύσει.
Και τα δύο διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σκεφτείτε την περιχειρίδα πίεσης του αίματος που ένας νοσοκόμος/ νοσοκόμα τυλίγει γύρω από το χέρι σας πριν σας πάρει αίμα ή όταν σας μετρούν την πίεση. Ξεκινά με ελαφριά πίεση, αλλά αυτή αυξάνεται με κάθε πίεση της αντλίας. Μπορεί αυτό το όργανο να μην προκαλεί σχεδόν ποτέ δυσφορία σε κάποιον με υψηλό κατώφλι πόνου. Αλλά όσοι έχουμε χαμηλότερο κατώφλι, θα παρατηρήσουμε μια μικρή ενόχληση.
Τώρα σκεφτείτε κάποιον που δεν έχει βιώσει πολύ πόνο στη ζωή του, αλλά ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με ένα μεγάλο ατύχημα. Η εμπειρία του πόνου θα διαφέρει σε σύγκριση με εκείνον που έχει χρόνιο πόνο.
Advertisment
«Οι ασθενείς με χρόνιο πόνο μπορεί να έχουν ένα χαμηλότερο κατώφλι πόνο επειδή επεξεργάζονται τον πόνο γρήγορα, αλλά μια υψηλότερη ανοχή στον πόνο επειδή έχουν συνηθίσει να ζουν με αυτόν και έχουν προσαρμοστεί», αναφέρει ο Dr Moalem-Taylor, καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ο λόγος που ορισμένοι άνθρωποι είναι πιο ευαίσθητοι από άλλους συνδέεται ξεκάθαρα με το πώς το σώμα μας προσαρμόζεται στον πόνο – από το δέρμα μέχρι τον εγκέφαλο – και από την ίδια τη δομή του τελευταίου.
Όλα ξεκινούν με ορισμένους αισθητηριακούς υποδοχείς (που ονομάζονται αλγοϋποδοχείς) που εντοπίζουν ένα δυσάρεστο ερέθισμα. Αυτά μεταμορφώνονται σε σήματα πόνου που ύστερα διαχέονται σε όλο το κεντρικό νευρικό σύστημα μέσω μια σειρά «μονοπατιών του πόνου».
«Υπάρχει ένα μονοπάτι που ξεκινά από την περιφέρεια (το δέρμα), στα κύτταρα του σώματος, στο γάγγλιο, μέχρι την σπονδυλική στήλη. Από εκεί, κατευθύνεται μέχρι τον εγκέφαλο», εξηγεί ο Moalem-Taylor.
Αρχικά, οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές εκφράσεις των υποδοχέων που ανταποκρίνονται σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα – είτε αυτό είναι από θερμότητα, είτε από τραυματισμό. Κατά δεύτερον, τα μονοπάτια του πόνου είναι περίπλοκα. Σε κάθε ένα σημείο/ σταθμό, μπορεί να υπάρξουν τροποποιήσεις που είτε αυξάνουν, είτε μειώνουν το επίπεδο πόνου που βιώνεται.
Εδώ είναι που εμπλέκεται και η συναισθηματική κατάσταση. Υπάρχουν συνδέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου που μπορούν να τροποποιήσουν σημεία του μονοπατιού. Και τα συναισθήματα επηρεάζουν κάποια από αυτά. Τέλος, οι επιστήμονες εξετάζουν και τον παράγοντα της κληρονομικότητας σε σχέση με τον πόνο.