Τα λόγια που θα κάνουν τους άλλους να μας ακούσουν και να μας καταλάβουν
Για να σταματήσουμε να γκρινιάζουμε, πρέπει να μάθουμε να βρίσκουμε τα κατάλληλα λόγια για να εκφράζουμε τις απογοητεύσεις και τις ανάγκες μας. Το πιο σημαντικό είναι να βρούμε τα λόγια που θα «πιάσουν», τα λόγια που θα κάνουν τους άλλους να μας ακούσουν κα να μας καταλάβουν.
Advertisment
Γκρινιάζουμε επειδή κάποια από τις ανάγκες μας δεν ικανοποιείται ή επειδή, ακόμη κι όταν βλέπουμε τη θετική πλευρά των πραγμάτων και θεωρούμε τη ζωή ρόδινη, είναι σημαντικό να μπορέσουμε να εκφράσουμε αυτή την ανάγκη, να τη διατυπώσουμε έτσι ώστε να προκαλέσουμε μια αλλαγή. Οφείλουμε να βρούμε έναν τρόπο να ακουστούμε για να μπορέσουμε να την ικανοποιήσουμε.
Πολλοί άνθρωποι έσπευσαν να με πείσουν ότι η γκρίνια χρησιμεύει σε κάτι!
Τους απάντησα ότι συμφωνώ απολύτως με την άποψή τους. Είμαι πεπεισμένη ότι η γκρίνια χρησιμεύει σε κάτι. Βοηθά:
Να μας ακούσουν·
Να μας συμπονέσουν·
Να εκφράσουμε την απογοήτευσή μας·
Να καταλαγιάσει το άγχος μας.
Advertisment
Το πραγματικό ερώτημα που ανακύπτει είναι: Οδηγεί πράγματι η γκρίνια στην ικανοποίηση της ανάγκης μου; Φέρνει κάποιο αποτέλεσμα; Μήπως υπάρχει κάποιος πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου;
Ίσως έχει ενδιαφέρον να διαχωρίσουμε τις ανάγκες μας. Από τη μια υπάρχουν οι ανάγκες που η ικανοποίησή τους δεν απαιτεί την παρέμβαση κάποιου άλλου, όπως είναι η ανάγκη για ξεκούραση.
Χρειάζεται μόνο να κοιμηθούμε πιο νωρίς και εξαρτάται κυρίως από εμάς· σε αυτή την περίπτωση η γκρίνια δεν χρησμεύει σε τίποτα, αφού εμείς επιλέγουμε να μη δούμε την ταινία στην τηλεόραση και να πάμε νωρίς για ύπνο. Η λύση στο πρόβλημά μας βρίσκεται εκεί, στο χέρι μας.
Από την άλλη υπάρχουν οι ανάγκες που απαιτούν τη συμμετοχή και άλλων ανθρώπων προκειμένου να ικανοποιηθούν.
Αν θέλω να μην αγνοηθεί η ανάγκη που έχω, τότε θα πρέπει να την πω και να «πείσω» τους άλλους να με βοηθήσουν.
Ο Marshall B. Rosenberg, ψυχολόγος και θεμελιωτής της μη βίαιης επικοινωνίας (Non Violent Communication), εξηγεί στο βιβλίο του ότι αν θέλουμε να επικοινωνήσουμε με μη βίαιο τρόπο και να εισακουστούμε, πρέπει να ακολουθήσουμε τις τέσσερις παρακάτω φράσεις:
Περιγράφω την κατάσταση που συμβάλλει ή όχι στην ευεξία μου: «Όταν βλέπω όλα αυτά τα χαρτάκια της χαρτοκοπτικής σας στο πάτωμα του καθιστικού…» Σημειώστε ότι, όταν περιγράφω, μιλάω για μένα, γι’αυτό που βλέπω, γι’αυτό που βιώνω. Δεν μιλώ για τον άλλο και δεν κάνω κριτική. Δεν λέω: «Όταν παρατάς όλα τα σκουπίδια σου κάτω…»
Λέω πώς αισθάνομαι σε σχέση με αυτή την κατάσταση: «Με έχει πιάσει απελπισία γιατί είχα καθαρίσει το καθιστικό το πρωί». Για μια ακόμη φορά λέω «εγώ» και όχι «εσύ» και αποφεύγω κάθε κριτική. Δεν λέω: «Νομίζω ότι αδιαφορείς για μένα» η «Πάντα τα κάνεις όλα χάλια, δεν μαζεύεις ποτέ τα πράγματά σου».
Εξηγώ ποιες είναι οι ανάγκες μου, οι οποίες γεννούν αυτά τα συναισθήματά μου: «Έχω ανάγκη να ζω σε ένα κάπως τακτοποιημένο σπίτι για να μπορώ να λειτουργώ, να αισθάνομαι χαρούμενη και να έχω χρόνο για την οικογένειά μου».
Λέω ξεκάθαρα (χωρίς να απαιτώ) αυτό που θα μπορούσε να συμβάλει στην ευεξία μου. Προσδιορίζω τις συγκεκριμένες ενέργειες επιλέγοντας θετικές λέξεις, που θα ήθελα να γίνουν αμέσως τώρα (συχνά ξεχνιέται αυτή η καθοριστική φάση): «Μήπως μπορείς να καθαρίσεις με την ηλεκτρική σκούπα το καθιστικό πριν από το φαγητό;» Το να πούμε πότε θέλουμε να γίνει κάτι αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας, διότι ο συνομιλητής μας έχει μια καθαρή εικόνα του τι περιμένουμε από αυτόν.
Θα ήθελα να προσθέσω μια τελευταία φάση που είναι κάτι σαν «διαπραγμάτευση». Εφόσον αυτό που ζητώ δεν αποτελεί διαταγή, ο άλλος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να το κάνει. Τότε πρέπει να συνεχίσω μέχρι να βρεθεί μια λύση και να καταλήξουμε σε μια συμφωνία.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Christine Lewicki «Νίκησε τη Γκρίνια» από τις εκδόσεις Πεδίο. Δείτε περισσότερα εδώ