Αλάνθαστος είναι μόνο ο δειλός

Θα σου πω μια ιστορία για εκείνον τον άνθρωπο που ουδέποτε έκανε λάθος, μα σύντομα θα διαπιστώσεις πως έκλεινε απλώς τα μάτια σε καθένα

Αλάνθαστος είναι μόνο ο δειλός

Θα σου πω μια ιστορία για εκείνον τον άνθρωπο που ουδέποτε έκανε λάθος, μα σύντομα θα διαπιστώσεις πως έκλεινε απλώς τα μάτια σε καθένα από τα μικρά ή μεγάλα του ατοπήματα, καθώς ποιος στα αλήθεια θα ήταν αν άγγιζε τις λακκούβες της πορείας του; Από μικρός ακόμη διατεινόταν πως είχε πάντα δίκιο. Ύψωνε, μάλιστα, συχνά τη σταθερή του φωνή με αποφασιστικότητα, ξεκαθαρίζοντας σε φίλους και γνωστούς: «Είναι έτσι ακριβώς όπως τα λέω τα πράγματα».

Μια μέρα, ένας αλλόκοτος τύπος παρουσιάστηκε μπροστά του και του συστήθηκε ως τζίνι που εξοστρακισμένο από την πατρίδα του είχε πια χάσει ένα μέρος των μαγικών του δυνάμεων. Μπορούσε όμως να πραγματοποιήσει μια και μόνη ευχή, για αυτό καλά θα έκανε ο μικρός να τη συλλογιζόταν με σύνεση καθώς όσες ευχές έμεναν αναξιοποίητες έμοιαζαν με αστέρια που για πάντα αποχωρίζονταν τον απέραντο ουρανό.

Advertisment

Το αγόρι δε χρειάστηκε να ζορίσει πολύ το μυαλουδάκι του. Με περίσσεια βεβαιότητα κόρδωσε το κορμί του και φώναξε, με μια ένταση που για λίγο ανατάραξε ολόκληρη την πλάση: «Θέλω να θεωρούμαι πάντα ο σωστός, ο αλάνθαστος. Ίχνος αμφιβολίας να μην περνά ποτέ από το νου μου, να κρατώ περήφανα το τιμόνι της ζωής, να μην βλέπω τις λακκούβες, να μην αισθάνομαι τα εμπόδια, να μην τραντάζομαι από τις συγκρούσεις, να μην μετατοπίζομαι. Να ξέρω πως με βροχή ή ήλιο, με νηνεμία ή καταιγίδα εγώ θα κρατώ στη χούφτα μου το δίκιο όλης της γης».

Το τζίνι κοιτούσε το αγόρι σκεφτικό:

«Υπάρχει, άραγε, άνθρωπος που δεν υποκύπτει σε σφάλματα, που δεν χάνεται προτού βρεθεί;» τόλμησε να ρωτήσει δειλά.

Advertisment

«Βεβαίως. Και μάλιστα στέκεται ακριβώς μπροστά σου. Επιλέγω να ενεργοποιήσω με αυτόν τον τρόπο την ευχή μου και αν πράγματι διαθέτεις μαγικές ικανότητες τον πόθο μου θα τον εκπληρώσεις. Αλλιώς θα συγκαταλεχθείς κι εσύ στους ανόητους τσαρλατάνους, που μοιράζουν υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα» είπε με στόμφο το αγόρι.

«Μικρή η αφεντιά μου για να τα βάλει με την πανίσχυρη ανθρώπινη βούληση. Δρόμος δίχως λάθη, ζωή χωρίς εξέλιξη, συνηθίζουν να λένε στα μέρη μου μα δίχως άλλο η επιθυμία σου θα καταστεί ιερό καθήκον μου, αφέντη. Από τούδε και στο εξής τα σφάλματα δε θα τα διακρίνεις και τα ατοπήματα σου ορθή κρίση θα τα βαφτίζεις» διατύπωσε αινιγματικά τη φράση του το τζίνι και έπειτα έλουσε το αγόρι με μια χρυσόσκονη που έμοιαζε με ομίχλη, μονάχα που ήταν πιο γυαλιστερή και σε ξελόγιαζε με την απατηλή λάμψη της.

Ο καιρός περνούσε και οι άνθρωποι έβαζαν χρόνια στις πλάτες και εμπειρίες στην καρδιά. Πράγματι, το τζίνι αποδείχτηκε σπαθί στις υποσχέσεις του, αφού ο ήρωας μας δε βασανιζόταν ποτέ από δεύτερες σκέψεις, δε μετάνιωνε για παρορμητικές πράξεις, σκληρά λόγια ή άστοχες κινήσεις. Κάθε βράδυ έπεφτε για ύπνο ήρεμος, γνωρίζοντας πως εκείνος ήταν ο σωστός, ο συνετός και άκρως φυσιολογικός. Στη δουλειά διαπίστωσε γρήγορα πως δεν του αρέσει να συνεργάζεται με άλλους και αξιοποίησε το οικογενειακό κεφάλαιο ανοίγοντας μια επιχείρηση. Έτσι ησύχασε, δε υπέστη τη μουρμούρα ή την κριτική των ανωτέρων του, δεν έσκυψε το κεφάλι και δε δέχτηκε αδιαμαρτύρητα εντολές.

Κάποιες παρέες που διατηρούσε από τα πιο νεανικά του χρόνια με τον καιρό αραίωσαν αφού ξεστόμιζαν απόψεις ανόητες, που έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με το ένα και μοναδικό ορθό. Ο φίλος μας, άλλωστε, δεν ανεχόταν τους εξυπνάκηδες, όσους επεδίωκαν να βγουν από πάνω.

Για την ακρίβεια ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν ακριβώς αυτός, μήπως κάποιος του έβγαινε από πάνω, από δεξιά από αριστερά ή τέλοσπάντων από κάπου που θα τον αιφνιδίαζε, θα τον ξεβόλευε και θα έπληττε τον εγωισμό του… «Λίγοι και καλοί» αποφάσισε λοιπόν κάποτε και προχώρησε στη δημιουργία της δικής του οικογένειας, έναν στενό κύκλο από ορκισμένους συμμάχους. Απέκτησε δυο γιους: Ό πρωτότοκος στέφθηκε άξιος συνεχιστής της επιχείρησής του. Παιδί πρακτικό, απόλυτα ηθικό, τόσο όμοιό του που δεν απειλούσε την τάξη του κόσμου του. Κι ύστερα ήταν και ο άλλος γιος του, απείθαρχος, πνεύμα αντιλογίας με χέρι γερό, που ζωγράφιζε όμορφα.

«Τι τη θες την τέχνη; Φράγκο δε θα δεις στην τσέπη σου με αυτές τις μουτζούρες» προειδοποιούσε συχνά ο πατέρας. Μα εκείνος ο γιος δεν έλεγε να καταλάβει. Με τον τρόπο του προσπαθήσουμε να εκφράσει όσα συναισθήματα πικρίας δημιούργησε μέσα του η ανατροφή σε ένα σπίτι με μια και μοναδική επιτρεπτή αλήθεια. Όμως δεν υπήρχαν αυτιά ανοιχτά να ακούσουν, καρδιά γενναιόδωρη να κατανοήσει και έτσι με τον καιρό γιγαντωνόταν το χάσμα ανάμεσα σε γιο και πατέρα. Η λίμνη γινόταν ποτάμι και το ποτάμι ένας ωκεανός από θλίψη.

Μια μέρα το έκπτωτο τζίνι ένιωσε τα δάκρυα του ζωγράφου να σφίγγουν την αναπνοή του και πήρε μια απόφαση σοβαρή: Θα κατέβαινε ξανά στη γη και θα έπειθε τον ήρωα μας να πάρει πίσω την ευχή, μπας και έσωζε επιτέλους τη σχέση του με τον γιo του. Κι έτσι ένα βράδυ πράγματι εμφανίστηκε μπροστά του. Ο άντρας αρχικά τρόμαξε, όμως γρήγορα τον αναγνώρισε:

«Βρε καλώς τον μεγάλο ευεργέτη μου« είπε εγκάρδια.

«Πώς εξελίχτηκε η ζωής σου, φίλε;» ρώτησε με μια δήθεν περιέργεια το τζίνι.

«Περίφημα, χάρη και στη συμβολή σου φυσικά. Έστησα με συνετά βήματα τη δική μου επιχείρηση και τώρα ο καλός μου γιος ορίστηκε κληρονόμος της. Έφτιαξα και με τον ιδρώτα μου ένα μεγάλο σπίτι, οδηγώ ένα γρήγορο αυτοκίνητο και ως ένας απολύτως φυσιολογικός άνθρωπος κοιτώ μονάχα την οικογένειά μου. Καρφάκι δεν μου καίγεται για τους άλλους. Νοικοκυρεμένα πράγματα δηλαδή».

«Μάλιστα. Εξαίσια. Ανέφερες όμως ‘ο καλός μου γιος’. Να υποθέσω πως υπάρχει και κακός στο ευτυχισμένο παραμύθι σου;»

Ο άντρας γέλασε:

«Ακριβώς. Το ένα μου παιδί βγήκε όπως το ονειρεύτηκα, προσγειωμένο και πρακτικό. Ο άλλος, ο αχαΐρευτος, εκτοξεύει ένα σωρό ύβρεις εναντίον μου. Όλες απολύτως ανυπόστατες φυσικά».

«Χμ.. Θυμάμαι κάτι χιλιετίες πριν, πάσχιζα να πλησίασω τον πατέρα μου. Ήταν σκληρός άνθρωπος αλλά κατά βάθος αδύναμος και έτσι όλα μου τα συναισθήματά τα βίωνε ως απειλή της παντοδυναμίας του. Πίστευε πως τον προσβάλλω ενώ εγώ ήθελα μονάχα να του ανοίξω την καρδιά μου, μήπως και μικρύνει το χάσμα ανάμεσά μας» εξομολογήθηκε βουρκωμένο το τζίνι.

«Φίλε, δε γνωρίζω την ιστορία σου αλλά είμαι διαφορετική περίπτωση. Δημιούργησα μια όμορφη οικογένεια. Εάν κάποιος δε βρίσκει τη θέση της σε αυτή, δικό του το λάθος. Το στραβό του κεφάλι φταίει και τα λοξά πινέλα του. Έτσι λέω και στη γυναίκα μου όταν αναρωτιέται πού αστοχήσαμε με ετούτο τον γιο. Πουθενά δεν αστοχήσαμε. Τα καλύτερα ρούχα του αγοράζομαι και ένα σωρό εξυπηρετήσεις του κάναμε».

«Πώς μπορείς να το ξεστομίζεις αυτό με τέτοια βεβαιότητα; Ο γονιός μοιάζει με αγρότη. Φυτεύει τον σπόρο και σιγά σιγά ένα δέντρο υψώνεται μπροστά του. Μεταθέτοντας τα σφάλματα στον τον γιο σου, αγνοείς ένα δικό σου λίπασμα δίχως αρκετή στοργή και μια φροντίδα σου που δεν συνάντησε τις ιδιαίτερες ανάγκες του δέντρου του. Τα παιδιά λαχταρούν μονάχα ανιδιοτελή αγάπη, φτερά να πετάξουν και ελεύθερο άνεμο να σαλπάρουν στο όνειρο. Τα έδωσες σίγουρα όλα τα παραπάνω;»

Ο άντρας κοκκίνισε από θυμό:

«Αηδίες. Κάποιοι άνθρωποι απλώς γεννιούνται αχάριστοι. Και τώρα πάρε δρόμο καλύτερα γιατί έχω πρωινό ξύπνημα αύριο» απευθύνθηκε με την τραχιά του φωνή στο τζίνι.

Το τζίνι πράγματι χάθηκε μεμιάς από το οπτικό του πεδίο. Και καθώς πετούσε ψηλά, στον απέραντο ουρανό, συλλογιζόταν πως τελικά δεν υπάρχει σοβαρότερο λάθος από την πεποίθηση πως δεν κάνουμε ποτέ λάθος. Οι γενναίοι αντικρίζουν κατάματα τα ατοπήματα τους αφού γνωρίζουν πως αυτά σχετίζονται απόλυτα με τη θνητή τους φύση. Ακούνε με σεβασμό τους ανθρώπους γύρω τους, σπεύδουν να αναλάβουν όσες ευθύνες τους αναλογούν ακόμη και αν χρειαστεί να διακυβεύσουν την αίσθηση της προσωπικής τους ασφάλειας για τον επανασχεδιασμό της πορείας τους.

Είναι τελικά οι δειλοί που μένουν αμετακίνητοι στο ίδιο σημείο, που δεν αναθεωρούν, δεν κατανοούν, που κάνουν συνεχείς κύκλους στα αδιέξοδα τους. Βαθιά μέσα τους τρέμουν την ίδια τους την τρωτότητα και οποιαδήποτε αντίθετη φωνή την εκλαμβάνουν ως κίνδυνο για το εύθραυστο εγώ τους και για αυτό ευθύς αμέσως την πνίγουν..

Κοιμούνται πιο ήσυχα οι αλάνθαστοι άνθρωποι; Πιθανόν, Ωστόσο με παρωπίδες σαλπάρουν και το πλοίο τους ουδέποτε φτάνει στην Ιθάκη. Κρύβονται σε απάνεμα λιμάνια και ανταλλάσουν την ελευθερία με τη μικροαστική βολή τους. Ο αέρας δε δροσίζει το πρόσωπο τους, η αλμύρα της θάλασσας δεν γιατρεύει τις πληγές και οι ίδιοι αποδεικνύονται μικροί καπετάνιοι. Ο Τιτανικός εξάλλου δεν ισοδυναμεί μονάχα με τη μοιραία πρόσκρουση: Είναι όλα εκείνα τα μικρά παγόβουνα στα οποία εθελοτυφλήσαμε, επειδή κουράγιο δεν βρήκαμε να στρίψουμε το τιμόνι και να αναλάβουμε την ευθύνη προτού το πλοίο μας μπάσει ολοκληρωτικά με νερό..

Τι απέγιναν τα πρόσωπα της ιστορίας; Ο άντρας έζησε την ευχή του. Κέρδισε το δίκιο του, έχασε τη σχέση με τον γιο του. Ο ζωγράφος σταμάτησε κάποτε να προσπαθεί μα με τα πινέλα του βροντοφώναξε μια αλήθεια για όσους ήταν έτοιμοι να ακούσουν. Άλλωστε πια ξέρει πως δεν αξίζει να κακιώνουμε με τους αλάνθαστους ανθρώπους. Είναι η δειλία τους που τους καθιστά κουφούς και τα μικρά παγόβουνα εκείνα που αποδεικνύονται ο Τιτανικός της προσωπικής τους εξέλιξης. Κοιμούνται ήσυχοι μα δεν ξυπνούν.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Πράξεις καλοσύνης που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας
Γκάντι: Για να σταματήσει η φυσική βία πρέπει πρώτα να σταματήσει η παθητική βία
Ο Αρίν και το δικαστήριο | Μια ιστορία για τις αξίες και το πραγματικό νόημα της δικαιοσύνης
Μην ελέγχετε με φόβο

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση