, ,

Ν. Καζαντζάκης | «Φτωχός είναι όποιος φοβάται τη φτώχεια»

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο "Αναφορά στον Γκρέκο" του Νίκου Καζαντζάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Ν. Καζαντζάκης | «Φτωχός είναι όποιος φοβάται τη φτώχεια»

Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον ένα μας στον άλλο, ζητώντας να βρει με ποιον από μας έμοιαζε ο Ιούδας.
Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλό του στάθηκε σ’ ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά. Ήταν το Νικολιό, που ’χε φωνάξει πέρυσι στην Τρίτη Τάξη:

«Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί».

Advertisment

Να, σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος. Απαράλλαχτος. Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης!
Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο· κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίντυνο, τον αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο που πρόδωκε το Χριστό.
Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χεροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε· κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε, πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγούσαμε με τις πέτρες, τον προγκούσαμε «Ιούδα! Ιούδα!», ωσότου έφτασε σπίτι του και τρύπωξε μέσα.

Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. Ύστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια· έφερνε σ’ ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούρια παπούτσια που ’χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για τη Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
Δε με γνωρίζεις; έκαμε· δε με θυμάσαι; Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.
Το Νικολιό! φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.
Ο Ιούδας… έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.

Ν. Καζαντζάκης | «Φτωχός είναι όποιος φοβάται τη φτώχεια»

Advertisment

Συχνά φέρνω στο νου μου τους γειτόνους μας και τις γειτόνισσες και τρομάζω· οι πιο πολλοί ήταν μεσοπάλαβοι, είχαν λόξες, και περνούσα γρήγορα γρήγορα απόξω από την πόρτα τους, γιατί φοβόμουν. Είχε χαλάσει το μυαλό τους, πες γιατί ’ταν ολοχρονίς ξεμοναχεμένοι στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους κι έβραζαν στο ζουμί τους· πες από το φόβο του Τούρκου, από την έγνοια για τη ζωή, για την τιμή και το βιος τους, που κάθε μέρα κιντύνευαν· άκουγαν κιόλας τους γέρους να στορούν για σφαγές και πολέμους, για τα μαρτύρια των χριστιανών, κι η τρίχα τους σηκώνουνταν· ένας να περνάει και να σταματάει απόξω από την πόρτα τους, πετιούνταν απάνω αλαλιασμένοι· και τη νύχτα πού να κοιμηθούν! με τα μάτια ανοιχτά, με τ’ αυτιά τεντωμένα, περίμεναν την ώρα την κακή, τη σίγουρη.

Αλήθεια, τρομάζω να θυμηθώ τους γειτόνους μας και τις γειτόνισσες: η κυρα-Βιχτώρια, λίγο παρακάτω από το σπίτι μας, πότε σε γλυκοχαιρετούσε με ακατάσχετη τρυφερή φλυαρία, πότε σου ’κλεινε την πόρτα κατάμουτρα κι άρχιζε πίσω από την πόρτα τις βλαστήμιες.
Αντίκρα της η κυρα-Πηνελόπη, χοντρή, λιγδερή, ηλικιωμένη, μασούλιζε πάντα γαρούφαλα, για να μυρίζει, λέει, το στόμα της· και διαρκώς γελούσε, σαν να τη γαργάλιζαν· ο άντρας της, ο κυρ Δημητρός, υποχοντριακός κι αμίλητος, άρπαζε κάθε τόσο την ομπρέλα του κι έπαιρνε τα βουνά· ύστερα από δυο τρεις μήνες γύριζε κουρελιάρης, με τα πανταλόνια αδειανά, πεθαμένος της πείνας και με ανοιχτή την ομπρέλα, η κυρα-Πηνελόπη τον έβλεπε από μακριά να ξεπροβαίνει και σκούσε στα γέλια: « Έρχεται πάλι να γεμίσει τα πανταλόνια του», φώναζε στις γειτόνισσες και ξεκαρδίζουνταν στα γέλια.

Παρακάτω ο κυρ Μανούσος, έμπορος σοβαρός μα νεραδιάρης, κάθε που έβγαινε το πρωί από το σπίτι του κρατούσε μια κιμωλία και χάραζε απάνω στην πόρτα του ένα σταυρό· και το μεσημέρι που γύριζε να φάει, τακτικός, στην ίδια πάντα ώρα, έδερνε την αδερφή του· ακούγαμε τις φωνές της, καταλαβαίναμε πως ήταν μεσημέρι και καθίζαμε στο τραπέζι.

Δεν άνοιγε ο κυρ Μανούσος το στόμα να σου πει καλημέρα· σε κοίταζε αγριεμένος και περίτρομος. Λίγο πιο πάνω, στην αρχή του δρόμου, κατοικούσε σ’ ένα μεγάλο σπίτι ο κυρ Αντρέας ο Πασπατούλης, πλούσιος, βλογιοκομμένος, με χοντρή μύτη, με φαρδιά ρουθούνια, μουσκαρθούνης1, κάθε που σφαλνούσε την πόρτα στέκουνταν και την πασπάτευε μια ώρα, μην τύχει κι έμεινε ανοιχτή, και μουρμούριζε ξόρκια να διώξει τους κλέφτες, την πυρκαγιά, την αρρώστια, στο τέλος έκανε τρεις φορές το σταυρό του κι έφευγε κοιτάζοντας ακατάπαυτα από πίσω του. Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν προσέξει πως πατούσε πάντα απάνω στις ίδιες πέτρες, και για να τον πειράξουν σώριαζαν στις πέτρες αυτές λάσπες ή καβαλίνα· κι αυτός με το μπαστουνάκι του τις αναμέριζε και πατούσε.

Είχαμε ακόμα γείτονα, καύκημα της γειτονιάς μας, τον εξοχότατο κύριο Περικλή, γιατρό φρεσκοφερμένο από το Παρίσι, ξανθό, ομορφάνθρωπο, με χρυσά γυαλιά· φορούσε μιραμπό, σίγουρα το πρώτο μιραμπό που θα ξεμπάρκαρε στο Μεγάλο Κάστρο, και πήγαινε στους αρρώστους του με παντούφλες, γιατί, λέει, ήταν τα πόδια του πρησμένα, τις είχε κεντήσει η γεροντοκόρη η αδερφή του, που ’χε ξοδέψει όλη της την προίκα για να τον σπουδάσει· ήταν ο γιατρός του σπιτιού μας· έσκυβα και καμάρωνα τα κεντημένα απάνω τους με μετάξι τριαντάφυλλα και τα πράσινα φύλλα τριγύρα. Και μια φορά που είχα πυρετό κι ήρθε να με δει, τον παρακάλεσα, αν θέλει να γιάνω, να μου τις χαρίσει. Κι αυτός, με μεγάλη σοβαρότητα, ποτέ δεν καταδέχουνταν να γελάσει, μου τις φόρεσε να δει αν μου κάνουν μα ήταν πολύ μεγάλες. Για να παρηγορηθώ, κόλλησα τη μύτη μου απάνω στα κεντημένα τριαντάφυλλα, να δω αν μυρίζουν μα δε μύριζαν τριαντάφυλλο.

*μουσκαρθούνης: που έχει ανοιχτά, φαρδιά ρουθούνια σαν του μοσχαριού
**μιραμπό: είδος παλαιότερου ημίσκληρου αντρικού καπέλου

Δεν μπορώ να θυμηθώ τους γειτόνους χωρίς να με πάρουν τα γέλια μαζί και τα κλάματα. Δε χύνουνταν τότε οι άνθρωποι στο ίδιο καλούπι, με την ντουζίνα, μα ο καθένας ήταν ένας κόσμος ξεχωριστός, είχε τις δικές του παραξενιές, αλλιώς γελούσε από τον άλλο, αλλιώς μιλούσε, κλειδώνουνταν στο σπίτι του, κρατούσε κρυμμένες από ντροπή ή από φόβο τις πιο κρυφές επιθυμιές του, κι οι επιθυμιές αυτές θέριευαν μέσα του και τον έπνιγαν, μα δε μιλούσε, κι η ζωή του έπαιρνε τραγική σοβαρότητα. Κι έπειτα ήταν κι η φτώχεια, και δεν έφτανε η φτώχεια, ήταν κι η περφάνια να μην το μάθει κανένας, και θρέφουνταν με ψωμί κι ελιές και βρούβες, για να μπορούν να μη βγαίνουν έξω με μπαλωμένα ρούχα. «Φτωχός είναι όποιος φοβάται τη φτώχεια», άκουσα κάποτε ένα γείτονα να λέει· «εγώ δεν τη φοβούμαι».

Θα ’μουν ακόμα στο δημοτικό, όταν ένας βοσκός ήρθε τρεχαπετάμενος από το χωριό και με πήρε να με πάει στον παππού μου, που ψυχομαχούσε, λέει, και με ζήτησε να μου δώσει την ευκή. Θυμούμαι, κάψα, Αύγουστος μήνας, εγώ πήγαινα καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι, πίσω ο βοσκός κρατούσε μια διχαλόβεργα και στην άκρα είχε ένα καρφί και κάθε τόσο νυμάτιζε κι αιμάτωνε το ζο, κι αυτό πονούσε, κλοτσούσε κι έτρεχε. Κι εγώ γύριζα στον αγωγιάτη και τον παρακαλούσα:
Δεν το λυπάσαι; Λυπήσου το, πονάει!

Οι ανθρώποι μόνο πονούνε, μου αποκρίνουνταν, οι γαϊδάροι είναι γαϊδάροι.
Μα γρήγορα ξέχασα τον πόνο του ζου, γιατί περνούσαμε τώρα από αμπέλια κι ελιές, και τα τζιτζίκια με ξεκούφαιναν. Γυναίκες τρυγούσαν ακόμα κι άπλωναν τα σταφύλια στους οψιγιάδες20 να γίνουν σταφίδα· μοσκοβολούσε ο κόσμος. Μια τρυγήτισσα μας είδε και γέλασε……

***οψιγιάς και οψυγιάς: ειδικός χώρος όπου απλώνουν τα σταφύλια που προορίζουν για σταφίδες για να αποξηρανθούν στον ήλιο, λιάστρα

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη. Διαβάστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Όσα κρύβουν οι σελίδες | Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
Η δύναμη του υποσυνειδήτου: Κατακτήστε τη ζωή που αξίζετε, κυριαρχώντας στον νου σας
Ο μοναχός που πούλησε τη Ferrari του: Ένα διαχρονικό μήνυμα ελπίδας και επιτυχίας
“2049 - Οδηγίες Χρήσης για το Μέλλον της Ανθρωπότητας” σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση