Οι κρίσεις μας είναι ακραία βεβιασμένες καθώς ζούμε σε μια κοινωνία η οποία στηρίζεται στην ατομική κτήση, στο κέρδος και στην ισχύ ως στυλοβάτες της ύπαρξής της. Το να αποκτάς, να κατέχεις και να βγάζεις κέρδος είναι πια τα ιερά και αναφαίρετα δικαιώματα του ατόμου στη βιομηχανική κοινωνία. Και καμία σημασία δεν έχει η προέλευση της κάθε ιδιοκτησίας∙ ούτε και η ιδιοκτησία θέτει περιορισμούς και υποχρεώσεις για τους κατόχους της. Η βασική αρχή είναι: «Το πώς και το πού απέκτησα την περιουσία μου ή το τι κάνω με αυτήν, δεν αφορά κανέναν άλλον εκτός από εμένα∙ και στον βαθμό που δεν παραβαίνω τον νόμο, το δικαίωμά μου αυτό είναι απόλυτο και απαραβίαστο».
Αυτό το είδος ιδιοκτησίας μπορεί να ονομαστεί «ατομική» ιδιοκτησία (υπό τη λατινική έννοια, το private δηλώνει αυτό που δεν μπορούν να μας στερήσουν) καθώς το άτομο ή τα άτομα που την κατέχουν είναι και οι απόλυτοι κύριοί της, με πλήρη δικαιοδοσία να στερήσουν από τους άλλους κάθε χρήση ή απόλαυσή της. Κι ενώ η ατομική ιδιοκτησία προβάλλεται να αποτελεί έναν φυσικό και παγκόσμιο κανόνα, στην πραγματικότητα είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Αρκεί να σκεφτούμε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία (της προϊστορίας συμπεριλαμβανομένης) και κυρίως τους πολιτισμούς εκτός Ευρώπης, όπου η οικονομία δεν αποτελούσε τη βασική μέριμνα των ανθρώπων.
Advertisment
Πέρα από την ατομική ιδιοκτησία, υπάρχουν επίσης: η ιδιοκτησία που έχει δημιουργήσει κάποιος μόνος του, ως αποτέλεσμα της εργασίας του∙ η περιορισμένη ιδιοκτησία, την οποία περιορίζει η υποχρέωση του ιδιοκτήτη να βοηθά τους συνανθρώπους του∙ η λειτουργική ή προσωπική ιδιοκτησία, η οποία συνίσταται είτε στα εργαλεία της δουλειάς κάποιου είτε στα αντικείμενα της ψυχαγωγίας του∙ και η κοινή κτήση, την οποία μοιράζεται μια ομάδα στο πνεύμα ενός κοινού δεσμού, όπως συμβαίνει στα ισραηλινά κιμπούτζ. Οι κανόνες, με βάση τους οποίους λειτουργεί η κοινωνία, διαπλάθουν επίσης τους ανθρώπινους χαρακτήρες (κοινωνικός χαρακτήρας).
Σε μια βιομηχανική κοινωνία, οι κανόνες είναι: επιθυμία για απόκτηση περιουσίας, για διατήρηση και για αύξησή της, με άλλα λόγια για κερδοφορία, καθώς ως άξιοι θαυμασμού και υπερέχοντες θεωρούνται εκείνοι που κατέχουν περιουσία. Όμως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων δεν διαθέτει περιουσία με την έννοια του κεφαλαίου και των κεφαλαιουχικών αγαθών, κι έτσι προκύπτει ένα ερώτημα που μας προβληματίζει: Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να ικανοποιούν ή έστω και να διαχειρίζονται το πάθος τους για απόκτηση και διατήρηση περιουσίας, ή πώς είναι δυνατόν να νιώθουν κάτοχοι ιδιοκτησίας, όταν στην πραγματικότητα δεν διαθέτουν καμία άξια λόγου περιουσία;
Ασφαλώς, η προφανής απάντηση εδώ είναι ότι ακόμη και οι άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν περιουσία, όλο και κάτι έχουν στην κατοχή τους – και τόσο πολύ το αγαπούν, όσο και οι κεφαλαιούχοι αγαπούν την περιουσία τους. Και, όπως ακριβώς οι κάτοχοι μεγάλης περιουσίας, το ίδιο και οι φτωχοί διακατέχονται από την εμμονή να διατηρήσουν αυτό το οποίο έχουν και να το αυξήσουν, έστω και κατά ελάχιστο ποσοστό (εξοικονομώντας μια δεκάρα εδώ και τρεις εκεί).
Advertisment
Ίσως η μεγαλύτερη απόλαυση δεν είναι τόσο το να έχεις στην κατοχή σου υλικά αντικείμενα, αλλά ζωντανές υπάρξεις. Σε μια πατριαρχική κοινωνία, ακόμη και ο πιο εξαθλιωμένος των ανθρώπων στη φτωχότερη κοινωνική τάξη, μπορεί να είναι ιδιοκτήτης μιας περιουσίας – μέσα από τη σχέση του με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τα ζώα του, υπάρξεις των οποίων νιώθει πως είναι ο απόλυτος κύριος. Για τον άντρα της πατριαρχικής κοινωνίας, το να έχει πολλά παιδιά είναι ο μοναδικός τρόπος για να κατέχει τουλάχιστον άλλους ανθρώπους χωρίς να χρειάζεται ούτε να εργαστεί για να τους αποκτήσει ούτε να επενδύσει κεφάλαια. Λαμβάνοντας υπόψη πως το κύριο βάρος της γέννας και ανατροφής των παιδιών πέφτει επάνω στις γυναίκες, δύσκολα θα μπορούσε ν’ αρνηθεί κανείς ότι η «παραγωγή» παιδιών σε μια πατριαρχική κοινωνία αποτελεί μια σκληρή εκμετάλλευση των γυναικών.
Με τη σειρά τους, όμως, οι γυναίκες έχουν και αυτές τη δική τους μορφή ιδιοκτησίας, την ιδιοκτησία των παιδιών τους όσο ακόμη είναι μικρά. Ο κύκλος είναι ατελείωτος και φαύλος. Ο άντρας εκμεταλλεύεται τη γυναίκα-σύζυγο, εκείνη με τη σειρά της εκμεταλλεύεται τα μικρά παιδιά, ενώ στη συνέχεια οι άρρενες έφηβοι ενώνονται με τους μεγαλύτερους άντρες στην εκμετάλλευση των γυναικών, και πάει λέγοντας.
Η αρσενική ηγεμονία σε πατριαρχικά οργανωμένες κοινωνίες διήρκεσε περίπου έξι με επτά χιλιάδες χρόνια ενώ εξακολουθεί ακόμη να επικρατεί στις φτωχότερες χώρες ή στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα∙ όμως στις περισσότερο εκσυγχρονισμένες χώρες και κοινωνίες της αφθονίας ελαττώνεται σταδιακά – η χειραφέτηση των γυναικών, των παιδιών και των εφήβων δείχνει λοιπόν να πραγματοποιείται όταν ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας. Με την αργή κατάρρευση του παλαιού πατριαρχικού τύπου ιδιοκτησίας επάνω σε ανθρώπους, πώς θα κατορθώσουν οι μέσοι και οι κατώτεροι οικονομικά πολίτες των ανεπτυγμένων βιομηχανικών κοινωνιών να ικανοποιήσουν το πάθος τους για απόκτηση, διατήρηση και αύξηση περιουσίας;
Η απάντηση βρίσκεται στην επέκταση της έννοιας της ιδιοκτησίας με τρόπο ώστε αυτή να συμπεριλάβει και τους φίλους, τους εραστές, την υγεία, τα ταξίδια, τα αντικείμενα τέχνης, τον Θεό, και το ίδιο το «εγώ» του ατόμου. Μία εξαιρετική εικόνα της εμμονής που έχει η αστική τάξη με την ιδιοκτησία δίνεται από τον Μαξ Στίρνερ. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε «πράγματα»∙ οι μεταξύ τους σχέσεις μοιάζουν να αποκτούν έναν κτητικό χαρακτήρα. Ο «ατομισμός», του οποίου η θετική έννοια ισοδυναμεί με απελευθέρωση από τις κοινωνικές αλυσίδες, στην αρνητική του έννοια σημαίνει «ιδιοκτησία του εαυτού μου», με άλλα λόγια το δικαίωμα –και το καθήκον– να επενδύσει κάποιος την ενέργειά του για την επιτυχία του ως «εγώ».
Το «εγώ» μας είναι το πλέον σημαντικό αντικείμενο για το αίσθημα ιδιοκτησίας που διατηρούμε, καθώς συμπεριλαμβάνει ένα πλήθος από πράγματα: το σώμα μας, το όνομά μας, την κοινωνική μας θέση, τα αποκτήματά μας (χωρίς να εξαιρούνται οι γνώσεις μας), την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και την εικόνα που θέλουμε να έχουν για εμάς οι άλλοι. Το «εγώ» μας είναι ένα μείγμα αληθινών μας ιδιοτήτων, όπως οι γνώσεις μας και οι δεξιότητές μας, και κάποιων ακόμη φανταστικών μας ιδιοτήτων τις οποίες εμείς οι ίδιοι χτίζουμε γύρω από έναν πυρήνα πραγματικότητας. Αλλά το κρίσιμο σημείο δεν είναι τόσο το περιεχόμενο του «εγώ» όσο το ίδιο το γεγονός πως εκλαμβάνουμε το «εγώ» ως ένα αντικείμενο το οποίο κατέχουμε, και πως αυτό το αντικείμενο αποτελεί πλέον τη βάση για την αίσθηση της ταυτότητας του ατόμου.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Erich Fromm “Να έχεις ή να είσαι” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Δείτε περισσότερα εδώ