«Η μητέρα σας έχει μόνο λίγες εβδομάδες ζωής. Λυπάμαι» ανακοίνωσε με σκυφτό το κεφάλι ο γιατρός. Έπειτα, σκοτάδι. Εκείνο που υπήρχε πριν από τη γέννησή μας και το άλλο, που θα συναντήσουμε όταν ολοκληρώσουμε την πορεία μας στον κόσμο. Και, ασφαλώς, ο παραληρηματικός φόβος για το άγνωστο, που συνηθίζει να αναζωπυρώνεται ύστερα από τις κομβικότερες απώλειες.
Η τελευταία κατοικία των ανθρώπων! Τι παράξενο μέρος… Συγγενείς που ουδέποτε στα αλήθεια χωνεύτηκαν ψιθυρίζουν κακεντρεχή σχόλια ο ένας για τον άλλον. Αξιολογούν την ειλικρίνεια της θλίψης των παρευρισκόμενων και εκτοξεύουν θυμωμένα βλέμματα, ενώ οι κορνίζες αυτών που έφυγαν δεν συγχωρούν εύκολα την ασέβειά τους.
Advertisment
Και αν επιτέλους -έτσι, για αλλαγή- μαθαίναμε κάτι από τον θάνατο; Αν για μια στιγμή καταφέρναμε να σπάσουμε τη μικροαστική μας φούσκα και να αντιληφθούμε πόσο εφήμερη είναι η ίδια μας η φύση; Έχουμε στη διάθεσή μας μονάχα έναν χορό, αυτή υπήρξε ανέκαθεν η πιο σκληρή και, συγχρόνως, λυτρωτική αλήθεια.
Ασφαλώς, μπορούμε απλώς να σπαταλήσουμε την άμμο της κλεψύδρας μας. Αυτάρεσκα να κόβουμε βόλτες γύρω από την αφεντιά μας. Να μεταθέτουμε τις ευθύνες μας στον διπλανό μας, να απαιτούμε όσα ουδέποτε μας ανήκαν, να επικρίνουμε τις κορυφές που δεν αξιωθήκαμε να φτάσουμε και να μεμψιμοιρούμε για τις μικρές αναποδιές της καθημερινότητας.
Όμως, έχουμε και τη δυνατότητα να σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά, κουβαλώντας με μια κάποια αξιοπρέπεια το βάρος του θνητού πεπρωμένου μας. Να συνεχίσουμε να χορεύουμε. Και, μάλιστα με περισσότερο ενθουσιασμό από πριν.
Advertisment
Γιατί κάθε απώλεια μας υπενθυμίζει πως ο ήλιος δεν θα λάμπει αιωνίως για χάρη μας, πως οι αγκαλιές δεν θα μας καρτερούν σταθερά στην θέση τους και πως οι πιο ευσεβείς μας πόθοι ίσως και να εξαφανιστούν, προτού καν τολμήσουμε να τους διεκδικήσουμε.
Τι περιμένουμε λοιπόν; Ας σηκωθούμε τραγουδώντας αυτό κιόλας το πρωινό. Να πούμε «καλημέρα» δυνατά στον καθρέφτη μας, αφού, πράγματι, τι υπέροχη μέρα είναι η μέρα που αναπνέουμε ελεύθερα. Να παρατηρήσουμε με δέος τα δέντρα που ανθίζουν, ψιθυρίζοντάς μας πως μονάχα μια εποχή μας ανήκει: η δική μας εποχή.
Να γελάσουμε. Δυνατά. Ακόμη και με τα σφάλματά μας. Να συμφιλιωθούμε με τα τυφλά σημεία μας στις πιο άγριες στροφές μας, να χαθούμε σε ομιχλώδη στενά και να επανεφεύρουμε την ύπαρξή μας, ώστε αργότερα πανέτοιμοι να βαδίσουμε τις λεωφόρους των θριάμβων μας.
Να συγχωρέσουμε. Εκείνους που στάθηκαν ανάξιοι να περπατήσουν δίχως δεκανίκια τον δρόμο τους. Να κατανοήσουμε πως η σκληρότητα τίποτε διαφορετικό δεν μαρτυρά παρά αδυναμία χαρακτήρα και πως η μνησικακία συνιστά στρατηγική επιβίωσης των δειλών.
Να πάψουμε να εξιδανικεύουμε τους νεκρούς. Να τους δούμε επιτέλους όπως ήταν: Άνθρωποι, με στιγμές μεγαλείου αλλά και με οδυνηρές σκιές. Να διδαχτούμε από τις ανεπάρκειές τους. Να υποσχεθούμε στον εαυτό μας πως εμείς τουλάχιστον δεν θα επιτρέψουμε στα όνειρά μας να ξεγλιστρήσουν μέσα από τα χέρια μας, δεν θα αφήσουμε την πικρία να μας κλέψει την ελπίδα και δεν θα περιφρονήσουμε την αλήθεια μας.
Τελικά, η απώλεια ενός αγαπημένου μας ανθρώπου είναι εκείνο το ξυπνητήρι που χτυπά δυνατά. «Σύνελθε! Δεν έχεις όλο τον χρόνο στη διάθεσή σου» ουρλιάζει. Και εμείς φοβόμαστε. Πως όλους η ίδια μοίρα μας περιμένει, πως κάποτε θα γίνουμε κορνίζες σε σαλόνια και θα χαθούμε στα αμείλικτα υπόγεια της λήθης.
Ωστόσο, κάνουμε λάθος! Γιατί θα κατοικούμε πάντα στις ψυχές όσων αγγίξαμε. Θα αφήσουμε πίσω μας συνταγές μαγειρικής, στίχους τραγουδιών, τις ευγενέστερες ιδέες μας και τα πιο ενθαρρυντικά μας λόγια.
Είμαστε εκείνο το «θες να παίξουμε;» που τρυφερά προτείναμε κάποτε στον συνεσταλμένο συμμαθητή μας, το «θα τα καταφέρεις» που είπαμε στον απογοητευμένο μας γείτονα, το χτύπημα του ώμου που χαρίσαμε στον τρακαρισμένο, καινούριο μας συνάδερφο.
Είμαστε ο τρόπος που μάθαμε στα παιδιά μας να προστατεύουν τους αδύναμους, οι συζητήσεις που κάναμε στα μπαλκόνια με τους φίλους μας, τα ποτήρια κρασί που κεφάτα τσουγκρίσαμε, τα βιβλία που διαβάσαμε, τα φυσικά τοπία που εξερευνήσαμε και οι θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθήσαμε.
Και όταν όσοι γνωρίσαμε και εκείνοι χαθούν, θα είναι και πάλι εντάξει, καθώς θα μείνει πίσω η επιμονή μας να χρωματίσουμε τον κόσμο με φως. Και αυτό ακριβώς το φως θα διαδίδεται από γενιά σε γενιά, λαμβάνοντας τη μορφή μιας αγάπης τόσο αυθεντικής, που ο θάνατος ουδέποτε θα καταφέρει να αλλοιώσει.
Εξάλλου, μια γύρα καλής ζωής ισοδυναμούσε ανέκαθεν με το αποτελεσματικότερο αντίδοτο στην άβυσσο της ανυπαρξίας. Θα συναντιόμαστε αιωνίως, λοιπόν, στις αναμνήσεις που παρέα υφάναμε, θα λάμπουμε στους ήλιους που συντροφιά θαυμάσαμε και θα στολίζουμε τον ουρανό του κόσμου με τα αστέρια των πιο πηγαίων ευχών μας. Και κάπως έτσι, το τέλος θα μεταμορφώνεται διαρκώς σε μια νέα, συναρπαστική αρχή…
- Όσα μου έμαθε για τη ζωή ο θάνατος της μητέρας μου - 30 Απριλίου 2025
- Αντί να είμαστε «καλοί», να γίνουμε συνειδητοί - 10 Ιουλίου 2024
- Όταν επενδύουμε στους ανθρώπους, ποτέ δεν χάνουμε - 27 Απριλίου 2024