Μια σημαντική ανακάλυψη στην προσπάθειά μου να κατανοήσω την τέχνη της ήρεμης συγκέντρωσης προέκυψε όταν, ενώ δίδασκα, άρχισα να παρατηρώ τι συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου, ακούγοντας πώς μιλούσαν οι παίκτες στον εαυτό τους εντός γηπέδου: «Έλα, Σαμ, χτύπα την μπάλα μπροστά σου».
Μας ενδιαφέρει τι συμβαίνει στο μυαλό του παίκτη. Ποιος λέει τι σε ποιον. Οι περισσότεροι παίκτες μιλούν συνεχώς στον εαυτό τους εντός γηπέδου: «Ανέβα για την μπάλα». «Εστίασε στο ρεβέρ του». «Κράτα τα μάτια σου στην μπάλα». «Λύγισε τα γόνατα». Οι εντολές δεν έχουν τελειωμό. Για ορισμένους, η διαδικασία αυτή είναι σαν να ακούν να παίζει μέσα στο κεφάλι τους μια κασέτα από την τελευταία τους προπόνηση. Έπειτα, αφού γίνει η βολή, μια άλλη σκέψη ξεπετάγεται στο μυαλό και μπορεί να εκφραστεί ως εξής: «Πόσο αδέξιος είσαι! Δεν μπορείς ούτε την μπάλα να χτυπήσεις!»
Advertisment
Κάποια στιγμή, αναρωτήθηκα το εξής: Ποιος μιλά σε ποιον; Ποιος επικρίνει και ποιος επικρίνεται; Οι περισσότεροι άνθρωποι λένε: «Μιλάω στον εαυτό μου». Αλλά ποιος είναι το «εγώ» και ποιος ο «εαυτός μου»; Προφανώς, το «εγώ» και ο «εαυτός μου» αποτελούν ξεχωριστές οντότητες, διαφορετικά δεν θα γινόταν καμία συζήτηση, συνεπώς θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι σε κάθε παίκτη υπάρχουν δύο «εαυτοί»: ο ένας, το «εγώ», φαίνεται πως δίνει τις εντολές, και ο άλλος, ο «εαυτός μου», φαίνεται πως εκτελεί τις ενέργειες. Έπειτα το «εγώ» επιστρέφει με μια αξιολόγηση της δράσης. Για να είναι πιο ξεκάθαρο, ας αποκαλέσουμε Εαυτό 1 τον «εντολοδότη» και Εαυτό 2 τον «δράστη».
Τώρα είμαστε έτοιμοι για το πρώτο σημαντικό αξίωμα του εσωτερικού παιχνιδιού: σε κάθε παίκτη, το είδος της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στον Εαυτό 1 και στον Εαυτό 2 συνιστά πρωταρχικό παράγοντα για τον καθορισμό της ικανότητας κάποιου να μεταφράζει τις τεχνικές γνώσεις του σε αποτελεσματική δράση.
Με άλλα λόγια, το μυστικό για καλύτερο τένις –ή οτιδήποτε καλύτερο– έγκειται στη βελτίωση της σχέσης μεταξύ του συνειδητού Εαυτού 1, που δίνει τις εντολές, και των φυσικών ικανοτήτων του Εαυτού 2.
Advertisment
Η τυπική σχέση μεταξύ Εαυτού 1 και Εαυτού 2
Φανταστείτε ότι ο Εαυτός 1 (ο εντολοδότης) και ο Εαυτός 2 (ο δράστης), αντί να αποτελούν μέρη του ίδιου ατόμου, είναι δύο διαφορετικά άτομα. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση τους αν γινόσασταν μάρτυρες της παρακάτω συζήτησης μεταξύ τους; Ο παίκτης εντός του γηπέδου προσπαθεί να βελτιώσει το χτύπημά του. «Να πάρει, κράτα τον ηλίθιο καρπό σου σταθερό». Έπειτα, καθώς περνά η μία μπάλα μετά την άλλη πάνω από το φιλέ, ο Εαυτός 1 υπενθυμίζει στον Εαυτό 2: «Κράτα τον σταθερό. Κράτα τον σταθερό. Κράτα τον σταθερό!» Μονότονο; Σκεφτείτε πώς θα πρέπει να αισθάνεται ο Εαυτός 2! Μάλλον ο Εαυτός 1 νομίζει πως ο Εαυτός 2 ή δεν ακούει καλά ή έχει αδύναμη μνήμη ή είναι ανόητος. Φυσικά, η αλήθεια είναι ότι ο Εαυτός 2, που περιλαμβάνει τον ασυνείδητο νου και το νευρικό σύστημα, ακούει τα πάντα, δεν ξεχνά τίποτα και είναι κάθε άλλο παρά ανόητος. Αν χτυπήσει την μπάλα με σταθερότητα μία φορά, γνωρίζει για πάντα ποιους μυς θα πρέπει να συσπάσει για να το ξανακάνει. Αυτή είναι η φύση του.
Και τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της βολής; Αν παρατηρήσετε προσεκτικά το πρόσωπο του παίκτη, θα διακρίνετε ότι τσιτώνονται οι μύες στα μάγουλα, και τα χείλη σουφρώνουν λόγω της προσπάθειας που καταβάλλει και της συγκέντρωσης που προσπαθεί να επιτύχει. Όμως οι σφιγμένοι μύες του προσώπου δεν είναι κάτι απαραίτητο για το χτύπημα του ρεβέρ, ούτε και βοηθούν στη συγκέντρωση.
Ποιος ξεκινά αυτή την προσπάθεια; Ο Εαυτός 1, φυσικά. Γιατί, όμως; Υποτίθεται ότι αυτός δίνει απλώς τις εντολές, δεν τις εκτελεί, αλλά φαίνεται πως δεν εμπιστεύεται πραγματικά τον Εαυτό 2 στο να φέρει εις πέρας το απαιτούμενο έργο, διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν να κάνει ο ίδιος όλη τη δουλειά. Αυτή είναι η ουσία του προβλήματος: ο Εαυτός 1 δεν εμπιστεύεται τον Εαυτό 2, παρότι ενσωματώνει όλες τις δεξιότητες που έχουν αναπτυχθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και είναι πολύ πιο ικανός να ελέγξει το μυϊκό σύστημα απ’ ό,τι ο Εαυτός 1.
Ας επιστρέψουμε στον παίκτη μας. Οι μύες συσπώνται κατά την υπερπροσπάθεια, γίνεται επαφή με την μπάλα, ένα μικρό τίναγμα του καρπού, και η μπάλα χτυπά στον πίσω φράχτη. «Τιποτένιε, δεν θα μάθεις ποτέ να χτυπάς σωστά ένα ρεβέρ!» γκρινιάζει ο Εαυτός 1. Λόγω του ότι σκέφτεται υπερβολικά και καταβάλλει υπέρμετρη προσπάθεια, προκαλεί ένταση και σύγκρουση στους μυς του σώματος. Ευθύνεται για το λάθος, αλλά ρίχνει το φταίξιμο στον Εαυτό 2, κι έπειτα, καταδικάζοντας ακόμα περισσότερο τον Εαυτό 2, υπονομεύει την εμπιστοσύνη του σε αυτόν. Ως εκ τούτου, το χτύπημα γίνεται χειρότερο και αυξάνεται η απογοήτευση.
«Σκληρή προσπάθεια»: μια αμφισβητήσιμη αρετή
Δεν ακούμε από την παιδική μας ηλικία ότι δεν θα καταφέρουμε τίποτε αν δεν προσπαθούμε σκληρά; Οπότε, τι σημαίνει όταν παρατηρούμε κάποιον να καταβάλλει υπέρμετρη προσπάθεια; Είναι προτιμότερο να καταβάλλουμε μέτρια προσπάθεια; Γνωρίζοντας πλέον την έννοια των δύο εαυτών, δείτε αν μπορείτε να απαντήσετε σε αυτό το φαινομενικό παράδοξο αφού διαβάσετε τα παρακάτω.
Κάποια στιγμή, ενώ αναλογιζόμουν τα εν λόγω ζητήματα, ήρθε μια κυρία για μάθημα, δηλώνοντας με παράπονο ότι σκόπευε να παρατήσει το τένις. Ήταν πραγματικά πολύ αποκαρδιωμένη, διότι, όπως είπε: «Δεν έχω καθόλου συντονισμό. Θέλω να γίνω τόσο καλή, ώστε να μου ζητήσει ο σύζυγός μου να παίξουμε διπλό χωρίς να ακούγεται σαν συζυγική αγγαρεία». Όταν τη ρώτησα ποιο ήταν το πρόβλημα, μου απάντησε: «Κατ’ αρχάς, δεν μπορώ να χτυπήσω την μπάλα με τις χορδές της ρακέτας. Τις περισσότερες φορές τη χτυπάω με τον σκελετό». «Ας το δούμε μαζί», της πρότεινα, πιάνοντας μερικές μπάλες από το καλάθι. Της έριξα δέκα φόρχαντ στο ύψος της μέσης, από κοντινή απόσταση, ώστε να μη χρειαστεί να κουνηθεί για να τα αποκρούσει. Εξεπλάγην που χτύπησε τις οκτώ από τις δέκα μπάλες απευθείας με τον σκελετό της ρακέτας ή εν μέρει με τις χορδές και εν μέρει με τον σκελετό. Ωστόσο το χτύπημά της ήταν αρκετά καλό. Είχα προβληματιστεί. Δεν υπερέβαλλε όσον αφορά το πρόβλημά της. Αναρωτήθηκα μήπως είχε κάποιο θέμα με την όρασή της, αλλά με διαβεβαίωσε ότι η όρασή της ήταν τέλεια.
Έτσι, είπα στην Τζόαν ότι θα πειραματιζόμασταν λίγο. Αρχικά, της ζήτησα να προσπαθήσει πολύ σκληρά να χτυπήσει τις μπάλες με το κέντρο της ρακέτας. Υπέθετα ότι αυτό θα είχε ακόμα χειρότερα αποτελέσματα και θα επιβεβαίωνε την άποψή μου για την υπέρμετρη προσπάθεια. Ωστόσο οι καινούριες θεωρίες δεν αποδίδουν πάντα. Εξάλλου, χρειάζεται πολύ ταλέντο για να χτυπήσει κάποιος οκτώ στις δέκα μπάλες με τον λεπτό σκελετό μιας ρακέτας.
Αυτή τη φορά πέτυχε μόνο έξι μπάλες με τον σκελετό. Στη συνέχεια της ζήτησα να προσπαθήσει να χτυπήσει τις μπάλες αποκλειστικά με τον σκελετό της ρακέτας. Χτύπησε μόνο τέσσερις με αυτόν τον τρόπο και είχε καλή επαφή με έξι. Ξαφνιάστηκε κάπως, αλλά δεν άφησε την ευκαιρία να κάνει παρατήρηση στον Εαυτό 2, λέγοντας: «Αχ, δεν μπορώ ποτέ να κάνω τίποτα, όσο κι αν προσπαθώ!» Στην πραγματικότητα, βρισκόταν κοντά σε μια σημαντική αλήθεια. Είχε γίνει ξεκάθαρο ότι o τρόπος με τον οποίο προσπαθούσε δεν τη βοηθούσε.
Έτσι, προτού χτυπήσει τις επόμενες μπάλες, ζήτησα από την Τζόαν το εξής: «Αυτή τη φορά θέλω να εστιάσεις στις ραφές τους. Μη σκέφτεσαι την επαφή με τις μπάλες. Μην προσπαθήσεις καν να χτυπήσεις τις μπάλες. Απλώς άσε τη ρακέτα να έρθει σε επαφή στο σημείο που θέλει εκείνη, και θα δούμε τι θα συμβεί». Η Τζόαν φάνηκε να χαλαρώνει και κατάφερε να χτυπήσει εννέα στις δέκα μπάλες με το κέντρο της ρακέτας! Μόνο η τελευταία βρήκε στον σκελετό. Τη ρώτησα αν είχε επίγνωση τι σκεφτόταν τη στιγμή που χτυπούσε την τελευταία μπάλα. «Και βέβαια», απάντησε με εύθυμο τόνο. «Σκεφτόμουν ότι τελικά θα μπορούσα να γίνω τενίστρια». Και είχε δίκιο.
Η Τζόαν είχε αρχίσει να αισθάνεται τη διαφορά ανάμεσα στην «υπέρμετρη προσπάθεια», την ενέργεια του Εαυτού 1, και την «προσπάθεια», την ενέργεια που χρησιμοποιεί ο Εαυτός 2 για να κάνει ό,τι απαιτείται. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων βολών, ο Εαυτός 1 ήταν απόλυτα απασχολημένος στο να παρακολουθεί τις ραφές στις μπάλες. Ως εκ τούτου, ο Εαυτός 2 ήταν σε θέση να κάνει τα δικά του χωρίς κανένα πρόβλημα, και απέδειξε μάλιστα ότι ήταν πολύ καλός σε αυτό. Ακόμα και ο Εαυτός 1 είχε αρχίσει να αναγνωρίζει τα ταλέντα του Εαυτού 2· εκείνη τους είχε συμμορφώσει.
Το να τα καταφέρνει κάποιος νοητικά στο τένις εμπεριέχει την εκμάθηση αρκετών εσωτερικών δεξιοτήτων: 1) να μάθει πώς να έχει την καλύτερη δυνατή εικόνα των επιθυμητών αποτελεσμάτων, 2) να μάθει να εμπιστεύεται τον Εαυτό 2 ώστε να αποδίδει το βέλτιστο και να διδάσκεται τόσο από τις επιτυχίες όσο και από τις αποτυχίες, και 3) να μάθει να βλέπει «μη επικριτικά», δηλαδή να καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει και όχι να παρατηρεί απλώς πόσο καλά ή άσχημα γίνεται κάτι. Αυτό ξεπερνά την «υπέρμετρη προσπάθεια». Όλες οι προηγούμενες δεξιότητες είναι υποβοηθητικές στην κορυφαία δεξιότητα, χωρίς την οποία δεν επιτυγχάνεται ποτέ τίποτα σημαντικό: την τέχνη της χαλαρής συγκέντρωσης.
Από το βιβλίο “Το εσωτερικό παιχνίδι του τένις“, του W. Timothy Gallwey – Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ


































