«Α7».
Βρήκα τη θέση μου, κάθισα, έδεσα τη ζώνη μου και περίμενα υπομονετικά μέχρι να απογειωθεί το αεροπλάνο.
Advertisment
Ήμουν η πρώτη που μπήκε μέσα και πιθανότατα εκείνη που ήθελε περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν από τη χώρα.
Δεν ξέρω τι ένιωθα.
Αν με ρωτήσεις να σου περιγράψω τα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή, θα σου έλεγα: ΚΕΝΟ.
Advertisment
Ένα μεγάλο, απόλυτο κενό.
Δεν ένιωθα καν συγκίνηση που άφηνα πίσω τους γονείς μου, τους φίλους μου.
Δεν ένιωθα καν αγωνία για το άγνωστο που μόλις ξεκινούσε. Δεν ένιωθα φόβο που ξεριζωνόμουν μόνη, χωρίς πλάνο. Ένιωθα ακριβώς όπως τους πολλούς τελευταίους μήνες. Το απόλυτο κενό.
Πώς είχα γίνει έτσι; Τι μου συνέβαινε; Θυμό; Μήπως ένιωθα θυμό;
Αγανάκτηση; Πένθος; Αηδία; Πανικό; Απογοήτευση; Θλίψη; Μίσος; Ανησυχία; Τι στον διάολο; Τόσα και τόσα συναισθήματα υπάρχουν, τι ένιωθα
Τίποτα.
Το απόλυτο κενό.
Παρατηρούσα τους επιβάτες που έμπαιναν ένας ένας μέσα στο αεροπλάνο. Άλλοι μόνοι, άλλοι με παρέα, ζευγάρια, μητέρες με παιδιά, νέοι, μεγαλύτεροι, Έλληνες, ξένοι. Μπορούσες από τα πρόσωπα και την έκφρασή τους να καταλάβεις αν ήταν χαρούμενοι ή προβληματισμένοι.
Αναρωτιόμουν αν έφευγαν για διακοπές ή για δουλειά… Συλλογιζόμουν ποιον δικό τους σταυρό κουβαλούσαν, τι άφηναν πίσω…
Η αεροσυνοδός σφράγισε την πόρτα. Η φωνή του κυβερνήτη μάς καλωσόρισε… Δεν πρόσεχα τι έλεγε. Δεν έδωσα σημασία ούτε καν στις οδηγίες για την ασφάλεια των επιβατών. Δεν με ενδιέφερε αν θα έπεφτε το αεροπλάνο, και στην τελική, αλήθεια, όταν πέφτει ένα αεροπλάνο, προλαβαίνει να ασχοληθεί κανείς με το πού θα βρει το σωσίβιο και πώς θα το φορέσει;
Για κλάσματα του δευτερολέπτου, τολμώ να πω πως κατά βάθος ίσως και να ήθελα λίγο μέσα μου να πέσει το αεροπλάνο. Να δω εκεί τι θα λέγανε για μένα στην τηλεόραση. Όλοι εκείνοι… Προφανώς και θα μου έκαναν αφιέρωμα με δακρύβρεχτη μουσική, πλάνα σε αργή κίνηση, με λόγια που θα έσταζαν μέλι και δηλώσεις από όλους αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκα και από όλους αυτούς που με έκριναν.
Σαφώς αυτή τη φορά θα μου έπλεκαν το εγκώμιο. Έτσι δεν κάνουν με τους πεθαμένους; Οι πεθαμένοι είναι πάντα τα καλύτερα παιδιά.
Πεθαμένη όμως δεν ήμουν. Ζωντανή νεκρή είχα καταλήξει. Και όχι από σύγκρουση αεροπλάνου αλλά από τη σύγκρουση της ίδιας μου της ύπαρξης. Μιας ύπαρξης που είχε γίνει σμπαράλια, μιας ψυχής που είχε διαμελιστεί.
Και ξαφνικά να, ένιωσα κάτι. Την ώρα που το αεροσκάφος ανέπτυσσε ταχύτητα, τη στιγμή που οι ρόδες ξεκολλούσαν από το έδαφος, τα δευτερόλεπτα εκείνα που έβλεπα τα πάντα να απομακρύνονται και να γίνονται μικρά και ακίνδυνα, ένιωσα κάτι.
Ανακούφιση λέγεται.
Και μετά ένιωσα και κάτι άλλο, λέγεται λύτρωση.
Τη διαδέχτηκε η απελευθέρωση, που εκφράστηκε με ένα πνιχτό κλάμα, με έναν καταπιεσμένο λυγμό, που μπορεί να παρέμενε βουβός, εκτονωνόταν όμως με αλλεπάλληλα, δυνατά τραντάγματα στο στέρνο.
Έπρεπε να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Από την άλλη δεν μπορούσα άλλο να αναβάλω το ξέσπασμα. Πλέον ήμουν ασφαλής. Είχα φύγει από τη χώρα.
Δεν είχα άλλον τρόπο διαφυγής. Είχα εξαντλήσει κάθε μέσο προστασίας, συνειδητό και ασυνείδητο, που μπορούσα να μου παρέχω. Mετά το χειρουργείο στο οποίο επιτέλους υποβλήθηκα, δεν ήμουν πλέον άρρωστη. Δεν μπορούσα να αναζητήσω καταφύγιο στο δωμάτιο του νοσοκομείου, εκεί που τους τελευταίους μήνες είχα βρει άσυλο. Το να ταξιδέψω ήταν μέσα στο θολωμένο μου μυαλό η μόνη ξεκάθαρη λύση.
Δεν είχα αποφασίσει ποιος θα ήταν ο τελικός μου προορισμός. Σε λίγες ώρες θα βρισκόμουν στο κέντρο του κόσμου, την Ντόχα. Και εκεί θα αποφάσιζα για πού θα ταξίδευα στη συνέχεια.
Η αλήθεια είναι πως δεν με απασχολούσε και τόσο πού θα κατέληγα. Το σημαντικότερο για μένα ήταν ότι θα πήγαινα σε μια χώρα όπου κανείς μα κανείς δεν θα με ήξερε. Είχα τόση ανάγκη να βγω να περπατήσω στους δρόμους ελεύθερη, χωρίς να συγκεντρώνω πάνω μου βλέμματα. Στην Ελλάδα ένιωθα πως ο κόσμος που με αναγνώριζε είτε με μισούσε είτε με λυπόταν. Είχα επίσης ανάγκη να μην ακούω. Kαι να μη θέλω να μιλάω. Γιατί όσο άκουγα πληγωνόμουνα και όταν μιλούσα ήταν σαν να ήμουν αόρατη.
Όσο περνούσε η ώρα χαλάρωνα και αφηνόμουνα στη ροή των πραγμάτων. Είχα αποδεχτεί πως το όνειρο που είχα κάποτε δεν θα μπορούσε να πάει χειρότερα.
Δεν είχα αποτύχει. Αντιθέτως. Είχα κάνει αντικειμενικά μια μεγάλη επιτυχία. Μια επιτυχία την οποία ωστόσο ποτέ δεν απόλαυσα, ποτέ δεν χάρηκα, γιατί, όσο και αν δούλεψα γι’ αυτή, δεν μου αναγνωρίστηκε από κανέναν.
Το κόστος της επιτυχίας που δεν βιώνεται είναι χειρότερο και από τον πόνο μιας ολέθριας αποτυχίας. Μακάρι να είχα αποτύχει. Θα προσπαθούσα ξανά και ξανά και ξανά. Τώρα που πέτυχα, απλώς εγκατέλειπα. Ήμουν μια ηττημένη. Μια κατατρεγμένη. Αυτό ήμουν. Ήμουν με απόλυτη επιτυχία μια απόλυτα αποτυχημένη.
Kανείς δεν περίμενε ότι θα έφευγα. Ούτε καν η ίδια μου η μητέρα, όταν της είχα εκφράσει τη σκέψη μου, στα σπάργανά της ακόμα.
Το επεξεργαζόμουν ωστόσο καιρό. Είχα την αίσθηση πως, αν έμενα για λίγο μακριά από την Ελλάδα, θα σταματούσαν όλα όσα με βασάνιζαν. Όπως ακριβώς η στρουθοκάμηλος που βάζει το κεφάλι της στο χώμα και νιώθει ασφαλής.
Προτιμούσα να με λένε στρουθοκάμηλο, παρά όλα τα άλλα. Ατάλαντη, αντιπαθητική, αχώνευτη, άσχημη, άγαρμπη, αντικοινωνική, απωθητική, αδιάφορη, ασήμαντη, ανύπαρκτη, σνομπ, υποκρίτρια, κακέκτυπο, αποτυχημένη, σαχλή, βύσμα…
Και πόσα ακόμα…
Το στρουθοκάμηλος μπορώ να πω ότι μου άρεσε κιόλας. Το ίδιο και η περιποίηση στο αεροπλάνο. Βρέθηκαν επιτέλους «ξένοι» που μου φέρονταν καλά, με συμπάθεια και χαμόγελο.
Βεβαίως πληρώνονταν γι’ αυτό, στην πραγματικότητα πίστευα ότι όσο με σέρβιραν από μέσα τους με έβριζαν, αλλά στην ανάγκη το δέχτηκα. Έριξα το κάθισμα πίσω, άνοιξα μια σακούλα πατατάκια και έβαλα να δω ταινία. Αναζητούσα στη cine λίστα του αεροπλάνου την ταινία εκείνη που θα μου έκανε το κλικ. Προσπέρασα αρκετές, μέχρι που μία μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ήταν γαλλική, με τίτλο Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου. Δεν μπήκα καν στον κόπο να διαβάσω την υπόθεση. Έβαλα να τη δω. Δεν με ενδιέφερε καθόλου το θέμα της, νομίζω όμως ότι την επέλεξα γιατί πατώντας το Play πίστευα ότι θα έβγαζα από το Pause τη δική μου αληθινή ζωή και η μέρα εκείνη θα ήταν η πρώτη μέρα της υπόλοιπης νέας μου ζωής.
Λίγες ώρες αργότερα προσγειώθηκα στην Ντόχα. Ήταν αργά τη νύχτα. Λατρεύω τους ρυθμούς της νύχτας στα αεροδρόμια. Λειτουργούν μεν τα πάντα, αλλά με μια συγκρατημένη ησυχία.
Κατευθύνθηκα προς τον πρώτο πίνακα αναχωρήσεων που βρήκα μπροστά μου και άρχισα να διαβάζω κάθετα τις επόμενες πτήσεις. Ακριβώς όπως έκανα και με τις ταινίες στο αεροπλάνο. Θα σταματούσα στο όνομα της πόλης που για τον οποιονδήποτε λόγο θα μου «έλεγε» κάτι.
Κέιπ Τάουν, Λος Άντζελες, Σαν Φρανσίσκο, Μάλε, Τόκιο, Λονδίνο, Μανίλα, Χαϊκόου, Κουάλα Λουμπούρ, Νουμέα, Νέα Υόρκη, Σούβα, Σιγκαπούρη, Πεκίνο, Μόσχα, Ρέικιαβικ, Χαϊντεραμπάντ, Κοπεγχάγη, Οτάβα, Ντενπασάρ, Χάνγκα Ρόα…
Για στάσου, Ντενπασάρ… η πρωτεύουσα του Μπαλί. Μπαλί! Ναι… Μπαλί! Μπαλί! Πώς δεν το είχα σκεφτεί εξαρχής! Ίσως γιατί είχα ξαναπάει.
Μήπως να πήγαινα κάπου που δεν είχα ταξιδέψει ξανά; Μπαλί!
Μα δεν πήγαινα διακοπές. Aν πήγαινα ένα τουριστικό ταξίδι, σαφώς να επέλεγα έναν πρωτόγνωρο προορισμό, τώρα όμως έψαχνα καταφύγιο. Και το Μπαλί, αν και πήγα να το προσπεράσω, με γύρισε πίσω.
Κοίταξα την ώρα της πτήσης: 07:25. Η ώρα ήταν 03:18. Με γοργό βήμα κατευθύνθηκα στα γραφεία της αεροπορικής εταιρείας. Η αγωνία μου για το αν θα έβρισκα εισιτήριο μου επιβεβαίωσε πως ναι, το Μπαλί ίσως ήταν η σωστή επιλογή.
Πλησίασα την υπάλληλο που ήταν πίσω από το γκισέ, ένα νεαρό κορίτσι ασιατικών χαρακτηριστικών. Ήταν όμορφη και πολύ περιποιημένη. Της πήγαινε η στολή της εταιρείας, καθώς και το υποχρεωτικό κόκκινο κραγιόν, που, παρά το προχωρημένο της ώρας, ήταν φρεσκοπερασμένο και με τέλειο περίγραμμα.
«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» με ρώτησε στα αγγλικά, με ξενική όμως προφορά.
«Θα ήθελα ένα εισιτήριο για Ντενπασάρ με την πτήση των 07:25».
«Ταξιδεύετε μόνη;» με ρώτησε ενώ άκουγα τα δάχτυλά της να πατάνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα πλήκτρα του υπολογιστή.
«Ναι, ταξιδεύω μόνη».
«Θα θέλατε μπίζνες ή οικονομική θέση;»
«Όπου υπάρχει διαθεσιμότητα».
«Έχω μπίζνες σε τιμή οικονομικής, καθώς είναι εισιτήριο τελευταίας στιγμής, αρκεί να το εκδώσετε μέχρι τις 5 το πρωί».
«Θα ήθελα να το εκδώσω αμέσως, παρακαλώ!» είπα χαμογελώντας, ενώ η καρδιά μου σκιρτούσε από χαρά.
Θα ταξίδευα για Μπαλί.
«Έχετε αποσκευές να παραδώσετε;»
«Μόνο αυτό το σακ βουαγιάζ, που θα το πάρω μαζί μου στην καμπίνα».
«Έχετε ξαναπάει;» με ρώτησε η υπάλληλος ενώ τύπωνε το εισιτήριό μου.
«Ναι, έχω ξαναπάει».
«Έχω γεννηθεί στην Ιάβα. Ωστόσο οι ταξιδιώτες πάντα βρίσκουν λόγο να επιστρέψουν στο Μπαλί. Είναι ένας πραγματικός παράδεισος πάνω στη γη. Να έχετε μια όμορφη πτήση και να απολαύσετε τις διακοπές σας».
Η υπάλληλος μου πέρασε από το άνοιγμα του διαχωριστικού τζαμιού την κάρτα επιβίβασης. Κρατώντας το εισιτήριο στα χέρια μου ήταν σαν να κρατούσα το εισιτήριο για μια νέα αρχή, και σκέφτηκα πως τελικά ίσως όντως αυτή η μέρα να ήταν η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου.
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο Το όνειρό μου ήταν πάντα ένα μοβ ποδήλατο της Ελεονώρας Μελέτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα σε όλα τα βιβλιοπωλεία και στο www.dioptra.gr. Διάβασε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.