Γράφει ο Χατζηκωνσταντίνου Γεώργιος
Πριν μερικά χρόνια είχα την τύχη να γνωρίσω ένα γέροντα ιερέα που πλέον κοιμήθηκε και εκτίμησα κάθε κουβέντα μαζί του, κάθε του λόγο και ευλογία. Όταν ήταν 15 ετών αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος και να μαθητεύσει κοντά σε μοναχούς με σοφία εκ Θεού. Στα 30 του αποφάσισε να γίνει ιερέας και να αναλάβει καθήκοντα κοντά στους ανθρώπους, εκτιμώντας ότι μακριά τους, στο Άγιο Όρος, δεν μπορούσε να σταθεί στους πιστούς όπως έπρεπε και όπως ήθελε. Μέσα του κάτι του έλεγε ότι ο κύκλος μαθητείας του εκεί έκλεισε και ότι έπρεπε να ξαναβρεθεί κοντά στους ανθρώπους.
Advertisment
Έτσι ο Πατήρ Τιμόθεος ξαναβρέθηκε κοντά μας και σε ηλικία 65 ετών γνωρίστηκα μαζί του. Σε μια από τις κουβέντες μας που συνήθως ακολουθούνταν από λίγο κρασί, λίγες ελιές, λίγη φέτα, φρέσκα κρεμμυδάκια και ψωμί που έφτιαχνε ο ίδιος (ποτέ δεν αγόραζε ψωμί και ήταν καταπληκτικός στην Παρασκευή ψωμιού με αγιορείτικο τρόπο και συνταγή) μου είπε μια ιστορία που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είναι φυσικά χαρά μου να την μοιραστώ μαζί σας.
«Ήταν λοιπόν αδερφέ Γεώργιε» μου λέει ο Πατέρας Τιμόθεος, «ένας μεαρός κοντά στα 30 που ήταν άνεργος. Ζούσε με την μάνα του ορφανός από πατέρα σ’ ένα μικρό σπιτάκι με ελάχιστες ανέσεις, και πάλευε να βγάλει ένα μεροκάματο να ζήσουν. Η μάνα του μόνον αυτόν είχε αλλά η υγεία της ήταν κλονισμένη και δεν μπορούσε να κάνει και πολλά.
«Ο Νίκος λοιπόν έκανε κανένα μεροκάματο αλλά πάντα έψαχνε για κάτι πιο μόνιμο για να μπορέσει να βοηθήσει την μάνα του αλλά και να προκόψει λιγάκι και ο ίδιος. Ήταν και σε μια ηλικία που ο γάμος και η σχέση σε μια γυναίκα ήταν κάτι που ερχόταν φυσιολογικά αλλά οι συνθήκες δεν ήταν καλές. Η μάνα του χειροτέρευε. Ζήτησε μια γειτόνισσα να την προσέχει και εκείνος βγήκε να ψάξει για δουλειά. Είδε εδώ, είδε εκεί, ώσπου βρέθηκε μπροστά σε ένα όμορφο κτήριο μιας εταιρίας, με μεγάλες επιγραφές, γυάλινη είσοδο, υπάλληλο υποδοχής, μια εταιρία καλοστεκούμενη. Μπαίνει μέσα και λέει στην κοπέλα ότι ψάχνει για δουλειά και μήπως υπάρχει κάτι στο οποίο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος. Εκείνη την ώρα νάσου μπροστά του ένας κουστουμαρισμένος κύριος κοντά 50ντάρης. Η κοπέλα σηκώθηκε από το γραφείο, διέκοψε την κουβέντα της με τον Νίκο, είπε κάποια πράγματα με τον κύριο που πλησίασε και εκείνος έριξε μια ματιά στον Νίκο, σαν να έβλεπε κάτι αξιοπερίεργο.
Advertisment
«Τι θέλεις:» τον ρωτάει με υποτιμητικό ύφος.
«Ξέρετε ψάχνω για δουλειά. Η μάνα μου είναι πολύ άρρωστη και χρειάζομαι χρήματα για φάρμακα, φαγητό και ότι χρειάζεται. Περνάμε πολύ δύσκολα. Αν…»
«Αν είναι έτσι να πάτε στην ενορία σας για βοήθεια» του λέει ο κουστουμαρισμένος. «Εμείς δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα. Εδώ είναι επιχείρηση. Δεν θέλω να απασχολείς το προσωπικό. Καλά είναι να πηγαίνεις. Έχουμε πολλά να κάνουμε.»
«Ο Νίκος κατάλαβε ότι εκεί μέσα όχι μόνον δεν υπάρχει βοήθεια αλλά γενικά το περιβάλλον είχε κάτι αρνητικό. Τον έδιωχνε ο τρόπος των ανθρώπων. Η κοπέλα ήταν ευγενική αλλά ο κουστουμαρισμένος ήταν κάπως αλλιώς. ‘Καλά λένε ότι ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει’ είπε μέσα του ο Νίκος, τους ευχαρίστησε, ζήτησε και συγνώμη και έφυγε.
«Τα βήματα του τον οδήγησαν αλλού, ο καιρός πέρασε, η μάνα του δεν άντεξε και έφυγε από την ζωή αυτή και ο Νίκος, μην έχοντας πλέον να αντιμετωπίσει τα θέματα με την μάνα του, με την ίδια επιμονή να ψάχνει για δουλειά, βρήκε κάτι καλύτερο, από εκεί κάτι πιο καλό, γνώρισε και μια κοπέλα από καλό σπίτι και κάνανε την οικογένεια τους.
«Παράλληλα, επειδή η κοπέλα ήταν προκομμένη, τον βοηθούσε στο μαγαζί που ανοίξανε, μετά ανοίξανε κι’ άλλο και ο Θεός τους ευλόγισε να επεκτείνουν την επιχείρηση, να πάρουν κι’ άλλο προσωπικό, αυτοκίνητα, να κάνουν αποθήκες και όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Ναι αλλά για καλύτερη οργάνωση θεώρησαν ότι τα κεντρικά γραφεία καλό θα ήταν να μεταφερθούν σε ένα κτήριο που να συγκεντρώσει και την κεντρική αποθήκη, και το διοικητικό προσωπικό.
«Ζήτησαν την βοήθεια ενός μεσίτη και άρχισαν να επισκέπτονται κάποια κτήρια για να δουν πιο τους βολεύει καλύτερα. Μια μέρα τηλεφωνεί ο μεσίτης και τους λέει ότι βρήκε μια πολύ καλή ευκαιρία για ένα κτήριο που το δίνουν όσο-όσο. Κλείσαν ραντεβού για να το επισκεφθούν όλοι μαζί, ο Νίκος, η γυναίκα του και ο μεσίτης.
«Όταν ο Νίκος βρέθηκε μπροστά στο κτήριο, θυμήθηκε αμέσως τον κουστουμαρισμένο που τον έστειλε στην ενορία για βοήθεια. Από το μυαλό του πέρασαν πολλά αλλά μπήκε στο κτήριο, βρέθηκαν μ’ έναν νεαρό που έλεγε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης και άρχισαν να το τριγυρίζουν για να δουν την διαρρύθμιση, τα υπόγεια, τους πάνω ορόφους με τα γραφεία και να προσπαθούν να εκτιμήσουν την τιμή. Όμως το μυαλό του Νίκου ήταν στον κουστουμαρισμένο. Ήθελε να μάθει τι έγινε εκείνος ο ‘περίεργος’ τύπος που ουσιαστικά τον πέταξε έξω χωρίς πολύ σκέψη. Ευχαρίστησε τον νεαρό ‘ιδιοκτήτη’ και αφού βγήκαν από το κτήριο, ζήτησε από τον μεσίτη να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για την επιχείρηση που υπήρχε εκεί, για τον κουστουμαρισμένο και τι έγινε ώστε το κτήριο να το πουλάνε όσο-όσο.
«Δεν πέρασαν δυο-τρεις ημέρες και ο μεσίτης τηλεφώνησε στον Νίκο με κάποιες πληροφορίες. Του είπε ότι πριν από 8 χρόνια ο πατέρας του νεαρού έφαγε τα λεφτά σε καζίνα, άφησε προσωπικό απλήρωτο, άφησε προμηθευτές απλήρωτους, πούλησε όσα σπίτια είχε για να ξεχρεώσει τους λογαριασμούς του, οι πιστωτές τον πίεζαν διότι ζητούσε προϊόντα αλλά δεν πλήρωνε, το προσωπικό του έφευγε και του έκανε μηνήσεις για τα λεφτά που χρωστούσε και τελικά το μυαλό του σάλεψε. Σήμερα είναι σε ψυχιατρείο. Ο νεαρός είναι ο γιός του αλλά δεν θέλει να μπλέξει με επιχειρήσεις μετά από αυτό που έζησε με τον πατέρα του. Το κτήριο εκείνο είναι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που έχει και το μοναδικό πράγμα που το συνδέει με το παρελθόν. Θέλει να το πουλήσει και να φύγει στην Αυστραλία.
«Ο Νίκος έκανε ένα υπολογισμό και βρήκε ότι τα γεγονότα αυτά έγιναν στην χρονιά που είχε επισκεφθεί το κτήριο και ζήτησε δουλειά. Τίποτα δεν έδειχνε ότι η επιχείρηση εκείνη και κυρίως ο κουστουμαρισμένος, θα κατέληγαν σ’ αυτή την κατάσταση. Από την μια στενοχωρήθηκε που έμαθε όσα έμαθε για την περίπτωση εκείνη αλλά από την άλλη πολλές άλλες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του.
«Την ίδια μέρα, λίγο αργότερα, ζήτησε από τον μεσίτη τρόπο επικοινωνίας με τον νεαρό. Ήθελε να μιλήσει μαζί του. Του είπε μάλιστα ότι γνώριζε τον πατέρα του νεαρού και ότι για προσωπικούς λόγους θέλει να βρεθεί μαζί του και να μιλήσει.
«Πράγματι βρέθηκε και έμαθε ότι ο νεαρός ζούσε με την μητέρα του σ’ ένα μικρό σπίτι που νοίκιαζαν, έψαχνε για μεροκάματο, δεν έβρισκε πουθενά μόνιμη δουλειά, η μάνα του ήταν άρρωστη και σε τραγική ψυχολογική κατάσταση (σκεφτόταν με τα λεφτά να την βάλει σε ίδρυμα και μετά να φύγει Αυστραλία) και ότι τον νεαρό τον έλεγαν ‘Νίκο’. Κατέληξε ότι το δράμα που ζούσε ο ίδιος πριν 8 χρόνια όταν έφτασε στον πατέρα του ‘Νίκου’ για να ζητήσει δουλειά, το ζούσε πλέον το παιδί εκείνου. Και το παιδί εκείνου το έλεγαν ‘Νίκο’. Και η μάνα του ήταν άρρωστη. Και κάθε τι που έλεγε ο νεαρός, του θύμιζε εκείνα τα χρόνια, την μάνα του, την αρρώστια της, τον αγώνα του να βρει δουλειά, λεφτά, φάρμακα, γιατρούς.
«Ο Νίκος ζαλίστηκε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ποτέ ότι θα ζούσε κάτι τέτοιο. Έβλεπε αυτό που είχε ζήσει στο νεαρό αυτόν. Μίλησε στην γυναίκα του. Μίλησε και στον μεσίτη που ήταν καλός του φίλος. Αποφάσισε να αγοράσει το κτήριο αλλά παράλληλα πήρε και κάποιες άλλες αποφάσεις. Επισκέφθηκε τον ‘Νίκο’ στο σπίτι τους, μίλησε με την μάνα του και έμαθε την κατάσταση της, ενημέρωσε τον ‘Νίκο’ για την ιστορία του με τον πατέρα του και του έκανε την εξής πρόταση: Θα αγόραζε το κτήριο σε ‘καλή τιμή’ και για τους δύο. Με τα χρήματα που θα κέρδιζε ο νεαρός θα αγόραζε ένα σπίτι να βάλει την μάνα του μέσα, με τα υπόλοιπα θα φρόντιζε για μια νοσοκόμα να την προσέχει στο σπίτι και ο ίδιος ο νεαρός θα δούλευε κοντά του, να έχει ένα ικανοποιητικό εισόδημα, ώστε ούτε μακριά από την μάνα του να φύγει, ούτε στην ξενιτιά να πάει, ούτε άνεργος να είναι. Να μείνει στην Ελλάδα και κοντά του να προσπαθήσει να φτιάξει την ζωή του όσο καλύτερα γίνεται. Αδέρφια άλλα δεν είχε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Αδέρφια τους έκανε η ίδια η ζωή.
«Ο νεαρός στην αρχή σοκαρίστηκε αλλά σταδιακά βρήκε ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη λύση. Κάλυπτε τα πάντα. Του δινόταν μια ευκαιρία να τακτοποιήσει την ζωή του και μάλιστα από έναν άνθρωπο που κάποτε ο πατέρας του πέταξε έξω από την επιχείρηση χωρίς να νοιαστεί για το παραμικρό. Και γυρίζει και λέει του Νίκου: ‘Ξέρεις τι περνάει από το μυαλό μου; Ο πατέρας μου τιμωρήθηκε για πολλά αλλά τιμωρήθηκε και γι’ αυτό που έκανε σε σένα. Χαίρομαι που δεν είσαι ίδιος με τον πατέρα μου. Χαίρομαι που σε έστειλε ο Θεός για να αποκαταστήσει την ισορροπία. Ο πατέρας μου έκανε ένα κακό. Εσύ κάνεις ένα καλό.’
[divider type=””]
Χρειάζεται να προσθέσω κάτι; Δεν νομίζω. Ας προσέχουν όσοι έχουν λάβει περισσότερα απ’ όσα χρειάζονται. Κανείς δεν γνωρίζει μέχρι πότε θα τα έχουν. Άλλωστε δεν είναι δικά τους, άσχετα με την εντύπωση που έχουν. Ο Πατήρ Τιμόθεος κοιμήθηκε αλλά ευτυχώς υπάρχουν πολλά διδάγματα που άφησε πίσω του και μεγάλη η βοήθεια που πρόσφερε με την βοήθεια του Θεού. Και όσο περισσότερα έδινε, τόσο περισσότερη αφθονία του έστελνε ο Θεός. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.