Απόσπασμα από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Σιωπάς για να Ακούγεσαι», Εκδόσεις Ψυχογιός
Πρώτοι πρώτοι εκμεταλλευτές είμαστε οι περισσότεροι γονείς. Πιο πάνω από την ψυχική και πνευματική αλήθεια του παιδιού μας θέτουμε ως προτεραιότητα τη δική μας αγωνία για ασφάλεια. Η δική μας ασφάλεια και η δήθεν ηρεμία μας εξαρτώνται από την ασφάλεια του παιδιού μας και μάλιστα όπως την εννοούμε εμείς. Γι’ αυτό είμαστε ανήρεμοι διαρκώς.
Advertisment
Όλα τα πρέπει της γης, που φορτώνονται τα μικρά από την οικογένεια, είναι ο βράχος του Σισύφου, που ισόβια θα πρέπει να ανεβοκατεβάζουν, μέχρι τελικής πτώσεως ενός Εγώ αυθεντικού, που δεν τα κατάφερε να ανθίσει, που δε στηρίχθηκε να στερεώσει, που από πολύ νωρίς μαράθηκε. Ακόμη κι αν τα παιδιά αντισταθούν και περάσουν σε μια διαρκή άρνηση, μια διαρκή επανάσταση εναντίον τον γονεϊκών πρέπει, πάλι η ζωή τους δε θα είναι ζωή ανεξάρτητη, πάλι η διάκριση δε θα καλλιεργηθεί, δε θα τα καλλιεργήσει. Γιατί είτε υποκύψουν από νωρίς, είτε επαναστατούν αδιάκριτα, θα ζουν με ψυχή προκατειλημμένη. Και η συστηματική άκριτη προκατάληψη είναι σκλαβιά.
Νομίζω πως το έχω ξαναγράψει σε άλλο βιβλίο, αξίζει όμως και με τούτη την ευκαιρία να το διηγηθώ ξανά. Σε μια ομάδα παλιότερα πρότεινα στους γονείς να ρωτήσουν τις επόμενες μέρες το παιδί τους την απλούστατη ερώτηση: «Τι θέλεις;» Να την προφέρουν απλά, να την εννοούν. Χωρίς κρυφά νοήματα, αισθήματα ή απειλές, όσο γίνεται απλούστερα. Είναι απίστευτο, αλλά στις επόμενες συναντήσεις μας οι περισσότεροι γονείς ομολόγησαν πως στάθηκε τρομερά δύσκολο να το κάνουν. Δεν μπορούσαν καν να προφέρουν μια τέτοια ερώτηση. Μια μητέρα που το τόλμησε, είδε τον γιο της να την κοιτά ανήσυχος και να τη ρωτάει: «Μαμά, είσαι καλά;» Δεν το είχε ξανακούσει!
Οι γονείς φοβούνται να ακούσουν τι πράγματι θέλουν τα παιδιά τους. Το τρέμουν το θέλω τους διότι ίσως ακούσουν κάτι που δεν τους ευνοεί, κάτι που με τίποτα δε θέλουν να μάθουν, που θα είναι αντίθετο με όσα οι ίδιοι προσπάθησαν τόσο επίπονα, τόσο επίμονα, τόσα χρόνια, να φυτέψουν στο παιδί ως επιθυμία, ως προσδοκία. Το υποψιάζονται πως θα είναι αλλιώτικο, μια και εκείνο που αγωνίστηκαν να φυτέψουν δεν είναι παρά το δικό τους θέλω, η δικιά τους προσδοκία. Δεν αντέχουν την αποτυχία ή την αντιπαράθεση.
Advertisment
Σκέφτομαι πως οι πιο μαλακοί, εξαιρετικά ήπιοι χαρακτήρες, οι εκμεταλλεύσιμοι, οι παραδομένοι ήδη από πριν στις αγκαθωτές ενοχές που φοβούνται, κουβαλούν από χέρι μια χαζή πόρνη μέσα τους. Θα παραδοθούν στο αίτημα του άλλου μόνο και μόνο γιατί αισθάνονται οφειλέτες και ανίσχυροι, κυρίως οφειλέτες. Αδυνατούν να πουν εύκολα όχι σε κάθε αίτημα, ιδίως στα αιτήματα που η επιδεξιότητα του αιτουμένου ξέρει να τους θέτει με καλό, γλυκό, παρακλητικό τρόπο. Μιλάμε για κάτι κοινό και πολύ επεξεργασμένο: τους χειριστικούς τύπους που περιβάλλουν τον καθένα μας.
Ο οίκτος και ο φόβος πάνε συχνά μαζί. Οι βαριά ενοχικοί άνθρωποι έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση, διαρκείς αμφιβολίες για τις επιλογές τους, ανακαλούν τις αποφάσεις τους με το παραμικρό, υποχωρούν πανεύκολα απέναντι στη βία και στον οίκτο, παραλύουν μπροστά στη βία και στον οίκτο. Και ο οίκτος που προσπαθούν να μας εκμαιεύσουν όσοι το συνηθίζουν περιέχει τη χειρότερη βία, κατά κανόνα μάλιστα συνειδητή. Είναι τρομερή η εξουσία που ασκούν σε άλλους οι δήθεν αδύναμοι, οι δήθεν υπερευαίσθητοι, οι δήθεν ανήμποροι και ασθενείς. Με δεδομένο πως οι περισσότεροι άνθρωποι πάσχουν από νεύρωση ενοχών, οι «αξιολύπητοι», οι «άτυχοι», οι «αδικημένοι» κοντά τους καταντούν δικτάτορες.
Μου έκανε κάποτε μεγάλο καλό μια κουβέντα που μου είπε ο φίλος μου, θεολόγος και ψυχολόγος, Αλέξανδρος Κατσιάρας όταν του κλαιγόμουν μήπως βλάπτω και πληγώνω έναν κοινό γνωστό μας: «Και γιατί θεωρείς τον εαυτό σου τόσο ικανό να πληγώνει τον άλλο;» Παρά το ότι θα μπορούσε να με προσβάλει μια τέτοια παρατήρηση τελικά με ανακούφισε τρομερά. Τι καλά! σκέφτηκα και με παρηγόρησε σε μεγάλο βαθμό τούτη η φράση. Δεν μπορώ να πληγώνω όσο φανταζόμουν…!
Οικτίρουμε πιο εύκολα, πιο ασυλλόγιστα, πιο λαθεμένα άμα φοβόμαστε. Προβάλλουμε μια υπερτρυφερή καρδιά πάνω στην πονηρή καρδιά άλλων, ταυτιζόμαστε μαζί τους ή τους συνδέουμε με τη μάνα μας που κλαίει και μας παρακαλά, ενώ έχει θυσιαστεί σαν αγία για χάρη μας. Ακόμη και έναν κατά βάθος βιαστή μας, η χαζούλα μέσα μας μπορεί να τον λυπηθεί και να του παραδοθεί δωρεάν, σαν τη μικρή πόρνη που, μην αντέχοντας άλλο, αυτοκτόνησε.
Δεν είναι δύσκολο να επεκτείνουμε ένα σημαντικό μας πρόσωπο, και μάλιστα γονέα, σε πάμπολλα ξένα πρόσωπα και να αισθανόμαστε πως οι γονείς μας καλούν, μας ζητούν κάτι με τη φωνή τους. Είναι ο μηχανισμός που στην ψυχολογία ονομάζεται μεταβίβαση. Γρήγορα συμμορφωνόμαστε και μεταμορφωνόμαστε μπροστά σε ξένους σε υπάκουο τρομαγμένο μικρό παιδί, λέμε ναι σε κάθε είδους επιβήτορα, σε κάθε λογής μαστροπό. Δεν υποφέρουμε έναν αχάριστο εαυτό μας που δεν προσφέρεται, που δε θυσιάζεται, που μπορεί να ξανασκοτώνει μια μαμά, έναν πατέρα.
Λίγο πολύ όλοι ζούμε τέτοιες ψυχολογικές παγίδες, μεταφερμένες από τα παλιά χρόνια μας, από την αυγή της ύπαρξης μας. Πώς θα γλιτώσουμε από μια ασθένεια που μοιάζει με ηλιθιότητα; Τουλάχιστον η επίγνωση, η συναίσθηση, η υποψία πως κάπως έτσι όντως λειτουργούμε, σαν μια χαζή πόρνη στο προκείμενο, είναι ήδη ένα μεγάλο θεραπευτικό βήμα. Από τη στιγμή που ξεκαθαρίζεις μιαν αλήθεια μέσα σου, ήδη ένας σπόρος πέφτει, και από μόνος του, ελάχιστα και αργά έστω, αναπτύσσεται. Γι’ αυτό να προσέχουμε κάποιες ιστορίες, κάποια παραμύθια, κάποια ανέκδοτα. Τα ανέκδοτα που θυμόμαστε είναι όσα κρύβουν βιογραφικά μας στοιχεία.