Πώς να αγαπάμε την δουλειά μας
Του Λευτέρη Δραγάζη
Οι περισσότεροι άνθρωποι, αν όχι σχεδόν όλοι, είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται με σκοπό να ζήσουν. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια η εύρεση εργασίας γίνεται ολοένα και δυσκολότερη. Ένας από τους πλέον σημαντικούς λόγους που η ανεργία είναι στα ύψη είναι σίγουρα η οικονομική κρίση.
Advertisment
Εξαιτίας της ανάγκης για εύρεση εργασίας και των οικονομικών δυσκολιών που ταλανίζουν την Ελληνική κοινωνία τα άτομα πολλές φορές εγκλωβίζονται σε ένα εργασιακό περιβάλλον που όχι μόνο δεν τους ευχαριστεί αλλά τους δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα. Η έννοια ‘’εργασιακή ικανοποίηση’’ λείπει από την σκέψη και σίγουρα το λεξιλόγιο των Ελλήνων εργαζομένων διότι η πρώτη προτεραιότητα είναι να έχει κανείς δουλειά και όχι να έχει μία ευχάριστη δουλειά.
Υπάρχει άραγε τρόπος ώστε τα άτομα να απολαμβάνουν αυτό που κάνουν ακόμα κι αν η εργασία που έχουν δεν είναι αυτή που έχουν ονειρευτεί; Τι επιπτώσεις προκαλεί η μη ικανοποίηση από την εργασία μας; Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά ανατρέξαμε στη σχετική βιβλιογραφία και την έρευνα στον τομέα της εργασιακής ψυχολογίας.
Η εργασιακή ικανοποίηση ορίζεται ως ο βαθμός στον οποίο οι εργαζόμενοι αγαπούν και απολαμβάνουν την εργασία τους (Stamps, 1997). Τα επιστημονικά ευρήματα στον τομέα της ψυχολογίας αναφέρουν ότι η ικανοποίηση από την εργασία συσχετίζεται με έναν αριθμό ενδογενών και εξωγενών μεταβλητών. Για παράδειγμα, η εργασιακή ικανοποίηση συνεισφέρει στην ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής (Owolabi, 2015). Δηλαδή τα άτομα που είναι ικανοποιημένα από την εργασία που κάνουν, μπορούν και εξισορροπούν καλύτερα όσον αφορά τα ζητήματα ζωής και απασχόλησης. Οι ικανοποιημένοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής πιο αποτελεσματικά από ότι οι μη ικανοποιημένοι. Αν σκεφτεί κανείς ότι η εργασία μας απασχολεί πάνω από το ένα τρίτο της ημέρας μας, τότε είναι εύκολα αντιληπτό πόσο σημαντικό είναι να παίρνουμε ευχαρίστηση και δύναμη από αυτό που καταπιανόμαστε.
Advertisment
Οι ερευνητές έχουν βρει ότι η εργασιακή ικανοποίηση είναι σημαντικός προγνωστικός δείκτης συστηματικής απουσίας από την εργασία αλλά και πρόθεσης παραίτησης (Shields & Ward 2001 Lu, While & Barriball, 2005). Στον αντίποδα, οι ικανοποιημένοι εργαζόμενοι είναι αποτελεσματικοί στην διαχείριση του χρόνου, τείνουν να ζητούν λιγότερη αναρρωτική άδειά ενώ έχουν μικρότερη τάση για εθελούσια έξοδο από την εργασία τους, με σκοπό να βρουν άλλη επαγγελματική στέγη (Spector, 1994). Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι που απολαμβάνουν αυτό που κάνουν, θέλουν να συνεχίζουν να εργάζονται ενώ δεν βρίσκουν δικαιολογίες για να μην πάνε στην δουλειά τους αλλά και δεν αναζητούν να εργαστούν κάπου αλλού.
Η μη ικανοποίηση της εργασίας οφείλεται επίσης σε στρεσογόνες καταστάσεις που βιώνονται μέσα σε μία επιχείρηση (Trivellas, Gerogiannis, & Svarna, 2013). Οι μη ικανοποιημένοι εργαζόμενοι τείνουν να βιώνουν υψηλότερα επίπεδα στρες εξαιτίας των υποχρεώσεων που έχουν ως προς τα εργασιακά τους καθήκοντα. Τέτοιοι εργαζόμενοι είναι εκείνοι που δεν μπορούν να ρυθμίσουν τα συναισθήματα τους σε σχέση με τις εργασιακές απαιτήσεις αλλά και τις δυσμενείς καταστάσεις που αντιμετωπίζουν (Chiu, Chien, Lin, & Hsiao, 2005). Στο ίδιο πνεύμα, οι Joiner και Bartram (2004), σε μία έρευνά τους με Αυστραλές νοσηλεύτριες υποστήριξαν ότι υπάρχει μία αντίστροφη σχέση μεταξύ εργασιακού άγχους και εργασιακής ικανοποίησης. Δηλαδή, όσο περισσότερο κάποιος αγχώνεται, τόσο λιγότερο ικανοποιείται από την εργασία του.
Πως όμως επιτυγχάνεται η εργασιακή ικανοποίηση;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα οφείλουμε να δούμε ποιες είναι εκείνες οι μεταβλητές που είναι συσχετισμένες με την απόλαυση που λαμβάνουμε από αυτό που κάνουμε. Σύμφωνα με τις μελέτες οι μεταβλητές είναι δύο.
1) Η Συναισθηματική Νοημοσύνη και
2) η Εργασιακή Δέσμευση.
Η συναισθηματική νοημοσύνη ορίζεται ως η ικανότητα των ατόμων να αντιλαμβάνονται, να κατανοούν, και να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους (O’Boyle, Humphrey, Pollack, Hawver, & Story, 2010). Στο πλαίσιο του εργασιακού περιβάλλοντος, η συναισθηματική νοημοσύνη έχει χαρακτηριστεί ως ένας σημαντικός και καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει μεταβλητές όπως η εργασιακή απόδοση και η εργασιακή ικανοποίηση (Trivellas, Gerogiannis & Svarna, 2011). Οι Trivellas et al. (2013), υποστήριξαν τη σημαντική επίδραση της συναισθηματικής νοημοσύνης στην εργασιακή ικανοποίηση και στην εγκατάλειψη της εργασίας, καταδεικνύοντας ότι η εργασιακή ικανοποίηση και η εγκατάλειψη από την εργασία είναι δύο έννοιες αντίθετες. Δηλαδή, όταν κάποιος είναι συναισθηματικά ευφυής, τότε απολαμβάνει «αυτό που κάνει» καθώς επίσης επιθυμεί να συνεχίσει να εργάζεται εκεί που εργάζεται.
Συνεπώς, οι εργαζόμενοι που έχουν υψηλά επίπεδα συναισθηματικής νοημοσύνης τείνουν να είναι πιο ικανοποιημένοι. Βιώνουν θετική διάθεση επειδή είναι πιο εξοικειωμένοι στο να εκτιμούν, να καθοδηγούν και να ρυθμίζουν τα συναισθήματά που βιώνουν ως προς την εργασία τους (Cooper & Sawaf, 1997).
Τα ερευνητικά ευρήματα αναφέρουν ότι η συναισθηματική νοημοσύνη είναι ένας μεσολαβητικός παράγοντας μεταξύ εργασιακής ικανοποίησης και ισορροπίας μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής (Koubova & Buchko, 2013). Οι συναισθηματικά ικανοί άνθρωποι παρουσιάζουν την ικανότητα να διαχωρίζουν την εργασία από την προσωπική ζωή. Επιπροσθέτως, τα άτομα αυτά μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα συναισθήματά τους ώστε να παράγουν πολλαπλά και ευέλικτα σχέδια για το μέλλον, να πάρουν καλύτερες αποφάσεις, να καλλιεργήσουν την κριτική τους σκέψη και να παρουσιάσουν ψυχολογικό σθένος και παρατεταμένη επιμονή (grit) ενάντια στις προκλήσεις που είναι συναισθηματικά απαιτητικές. Ομοίως, οι συναισθηματικά ευφυείς εργαζόμενοι βιώνουν σχεδόν αδιάκοπα θετική διάθεση. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της ικανότητάς τους να κατανοούν τον εαυτό τους. Στον αντίποδα, τα άτομα που παρουσίασαν χαμηλότερους δείκτες φάνηκαν μη ικανοί να ισορροπήσουν την διάθεσή τους, αποτυγχάνοντας να βιώσουν υψηλά επίπεδα εργασιακής και προσωπικής πληρότητας (Trivellas et al., 2013).
Η εργασιακή δέσμευση είναι ένας όρος που περιγράφει τον βαθμό όπου οι εργαζόμενοι είναι ενθουσιασμένοι, παθιασμένοι, αναμεμιγμένοι και συναισθηματικά παραδομένοι στην εργασία τους (Macey & Schneider, 2008). Σε μελέτες βρέθηκε ότι οι άνθρωποι που είναι εργασιακά δεσμευμένοι, είναι πιο ικανοποιημένοι, έχουν καλύτερη απόδοση και έχουν περισσότερες πιθανότητες να παραμείνουν εκεί που εργάζονται (Simpson, 2009). Ο ρόλος της συναισθηματικής αντίληψης και αυτορρύθμισης (προσαρμογή) έχει περαιτέρω επιπτώσεις στην εργασιακή δέσμευση (Aghdasi, 2011).
(Εδώ να αναφέρω ένα σχόλιο εξαιτίας της φράσης ‘’παραμείνουν εκεί που εργάζονται’’ στην προτελευταία πρόταση. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, όταν κάποιος βρίσκει εργασία, δεν έχει στο μυαλό του να φύγει, αλλά να την διατηρήσει εξαιτίας των γενικών οικονομικών δυσκολιών. Στο εξωτερικό τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Είναι σύνηθες οι άνθρωποι να αλλάζουν εργασία επειδή είτε δεν τους ικανοποιεί είτε για διάφορους άλλους λόγους. Το να παραμείνει κάποιος στην εργασία του και να μην αποχωρήσει οικειοθελώς, είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις επιχειρήσεις. Ένας λόγος πλην άλλων, είναι ότι η διαδικασία πρόσληψης εργαζομένων στο εξωτερικό, εκτός ότι πληροί τα επιστημονικά στάνταρ της εργασιακής ψυχολογίας, είναι στην πραγματικότητα μία εξαιρετικά δαπανηρή διαδικασία. Συνεπώς, τα ερευνητικά ευρήματα περί παραμονής στην εργασία, είναι εξαιρετικά σημαντικά τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους οργανισμούς (επιχειρήσεις). Κάνω αυτή τη διευκρίνιση επειδή το σημασιολογικό πλαίσιο κάποιων λέξεων και εκφράσεων είναι διαφορετικό στη χώρα μας, ενώ πολλές φορές η γλωσσολογική μετάφραση δεν είναι αρκετή)
Η έρευνα έχει δείξει ότι οι εργαζόμενοι με υψηλό δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης διευκολύνουν την ομαδική εργασία εξαιτίας της ικανότητάς τους να αντιλαμβάνονται, να διαχειρίζονται και να εκτιμούν είτε τα δικά τους συναισθήματα είτε αυτά των συναδέλφων τους (Shimazu, Shimazu, & Odahara, 2004). Με αυτό τον τρόπο, επηρεάζουν με θετικό τρόπο την αίσθηση εμπιστοσύνης και το ηθικό της ομάδας, ενισχύοντας την ατομική αλλά και την συλλογική ικανοποίηση στον εργασιακό χώρο. Μελέτες αναφέρουν ότι η εργασιακή δέσμευση συνδέεται με το ψυχολογικό νόημα της εργασίας και καθορίζει ένα πιο προσοδοφόρο συνεργατικό περιβάλλον μεταξύ συναδέλφων, συνεπάγοντας ένα πιο ικανοποιητικό χώρο εργασίας (Rothmann & Welsh, 2013).
Σύμφωνα με τα παραπάνω ερευνητικά ευρήματα, η συναισθηματική νοημοσύνη καθώς και η εργασιακή δέσμευση φαίνεται ότι συνεισφέρουν ώστε οι εργαζόμενοι να βιώσουν εργασιακή ικανοποίηση με διάφορους τρόπους. Από ότι φαίνεται καθαρά από τη σχετική βιβλιογραφία, οι άνθρωποι μπορούν να βιώσουν ικανοποίηση από την εργασία τους ανεξάρτητα αν κάνουν την εργασία των ονείρων του. Αυτό επιτυγχάνεται αν με κάποιο τρόπο αυξήσουν τον δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης αλλά και αν αισθανθούν εργασιακά δεσμευμένοι. Το θετικό είναι και οι δύο μεταβλητές μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβει κανείς τις έρευνες που έχει κάνει το ινστιτούτο Gallup, υποστηρίζοντας πως σχεδόν το 80% τους πληθυσμού δεν κάνει αυτό που του αρέσει ενώ ένα ποσοστό κοντά στο 50% δηλώνουν ότι βιώνουν κατάθλιψη εξαιτίας της εργασίας τους. Τα νούμερα και στις δύο περιπτώσεις είναι αρκετά ψηλά.
Γι’ αυτό το λόγο, διεξάγω μία έρευνα για λογαριασμό του πανεπιστημίου Northumbria και με επιβλέπων καθηγητή τον Dr Mark Moss με σκοπό εξερευνήσουμε τον ρόλο της συναισθηματικής νοημοσύνης και της εργασιακή δέσμευσης στην εργασιακή ικανοποίηση.
Οι υποθέσεις που κάνουμε στην έρευνά μας είναι δύο:
Ερευνητική υπόθεση 1: Η συναισθηματική νοημοσύνη και η εργασιακή δέσμευση συσχετίζονται μεταξύ τους.
Ερευνητική υπόθεση 2: Η συναισθηματική νοημοσύνη και η εργασιακή δέσμευση συνεισφέρουν στην εργασιακή ικανοποίηση.
Να αναφέρω ότι η έρευνα γίνεται μόνο με Έλληνες συμμετέχοντες με σκοπό να συνεισφέρουμε στην Ελληνική αλλά και ξενόγλωσση βιβλιογραφία ερευνητικά στοιχεία που αφορούν την δική μας κουλτούρα. Αν και η συγγραφή και η πιθανή δημοσίευση θα γίνει σε ξένα επιστημονικά περιοδικά, η συμμετοχή στην έρευνα είναι στην Ελληνική. Αν θέλεις να συνεισφέρεις στην γνώση για την εργασιακή ικανοποίηση στην Ελλάδα, παρακαλώ πάτησε στο παρακάτω λινκ.
https://nupsych.qualtrics.com/SE/?SID=SV_23pUFC7qtjWLBsh
Ο Λευτέρης Δραγάζης είναι κάτοχος μεταπτυχιακού (MSc Psychology) από το πανεπιστήμιο του Sunderland και αυτή τη στιγμή ολοκληρώνει το δεύτερο μεταπτυχιακό του στο πανεπιστήμιο Northumbria με τίτλο MSc Occupational and Organizational Psychology. Είναι μέλος του Βρετανικού Συλλόγου Ψυχολόγων (BPS) και έχει λάβει δίπλωμα Ψυχομετρίας όπως αυτό πιστοποιείται από τον ίδιο σύλλογο.