Ο άνθρωπος που έψαχνε την τύχη του
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανρί Γκουγκώ «Το δέντρο του έρωτα και της σοφίας» Εκδ. Καστανιώτη
Advertisment
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Θα ’θελε πολύ να είχε μια ευχάριστη και πιστή γυναίκα. Από την πόρτα του πέρασαν πολλές, καμία όμως δε σταμάτησε. Αντιθέτως, όλα τα κοράκια έπεφταν πάνω στα χωράφια του, όλοι οι λύκοι στα κοπάδια του κι όλες οι αλεπούδες στο κοτέτσι του. Όποτε έπαιξε, έχανε. Όποτε ήταν να πάει σε χορό, έβρεχε. Κι αν τύχαινε να πέσει κανένα κεραμίδι από τη στέγη, ήταν ακριβώς τη στιγμή που αυτός στεκόταν από κάτω. Κοντολογίς, ήταν άτυχος.
Μια μέρα, έχοντας πια κουραστεί να υποφέρει από τις αδικίες της μοίρας, πήγε να συμβουλευτεί έναν ερημίτη που ζούσε στο δάσος πίσω από το χωριό του. Στο δρόμο, ένα τσούρμο αγριόπαπιες κουτσούλησε ψηλά από τον ουρανό ακριβώς επάνω του. Εκείνος, όμως, δεν έδωσε σημασία. Τα χε συνηθίσει κάτι τέτοια. Όταν πια, γεμάτος κουτσουλιές και βρωμερός, κατάφερε να φτάσει στο ξέφωτο όπου βρισκόταν η καλύβα του άγιου αυτού ανθρώπου, εκείνος του είπε:
interlinking
Advertisment
Διαβάστε Επίσης
— Ελπίδα δεν υπάρχει παρά μόνο στο Θεό. Αν δεν έχεις τύχη, αυτός και μόνο μπορεί να σου τη δώσει. Πήγαινε να τον δεις εκ μέρους μου, είμαι σίγουρος ότι θα σου προσφέρει αυτό που σου λείπει.
Ο άλλος του απάντησε:
— Πάω. Γεια και χαρά σου, ερημίτη,!
Έβαλε λοιπόν το καπέλο του στο κεφάλι, το δισάκι του στον ώμο και, δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, κίνησε να βρει την τύχη του στο Θεό, ο οποίος τον καιρό εκείνο ζούσε μέσα σε μιαν άσπρη σπηλιά, ψηλά σ’ ένα βουνό πάνω από τα σύννεφα.
Στο δρόμο, καθώς διέσχιζε ένα πελώριο δάσος, στη στροφή του μονοπατιού εμφανίστηκε ξαφνικά μία τίγρη μπροστά του. Τρόμαξε τόσο πολύ, που έπεσε γονατιστός, τα δόντια του τρίζανε, τα χέρια του έτρεμαν.
— Λυπήσου με, θεριό μου, της λέει. Είμαι ένας κακότυχος, ένας άνθρωπος που καλό είναι να μην πολυσυναναστρέφεσαι. Στην πραγματικότητα, ούτε φαγώσιμος δεν πρέπει να είμαι. Αν τυχόν με φας, είναι πολύ πιθανό ότι κανένα κόκκαλο απ’ το σαρκίο μου θα σου τρυπήσει το λαρύγγι.
— Μπα, μη φοβάσαι τίποτα, του λέει η τίγρη. Δεν έχω καθόλου όρεξη. Εσύ, όμως, για πού το ’βαλες, άνθρωπέ μου;
— Πάω να δω το Θεό, εκεί ψηλά στο βουνό του.
— Πες του την καλημέρα μου, λέει η τίγρη αφήνοντας ένα χασμουρητό. Και ρώτα τον, με την ευκαιρία, για ποιο λόγο δεν πεινάω. Γιατί αν συνεχίσει να μη μου κάνει όρεξη για τίποτα, δε θ’ αργήσω να ψοφήσω.
Ο οδοιπόρος το υποσχέθηκε, τα ’πε για λίγο με το θηρίο και ξαναπήρε το δρόμο του.
Το βραδάκι της ίδιας μέρας έφτασε σε μια πράσινη πεδιάδα κι άναψε φωτιά κάτω από μια καχεκτική βελανιδιά. Πάνω εκεί, λοιπόν, που ’χε αποκοιμηθεί, άκουσε ένα θρόισμα πάνω απ’ το κεφάλι του μέσα στη φυλλωσιά. Έβαλε τις φωνές:
— Ποιος είναι εκεί πάνω;
Μια φωνή του απάντησε:
— Εγώ είμαι, το δέντρο. Μόλις που τα καταφέρνω ν’ αναπνεύσω. Για κοίτα τ’ αδέρφια μου σ’ αυτήν εδώ την πεδιάδα. Είναι πανύψηλα, γερά, υπέροχα. Μόνο εγώ είμαι κακόμοιρο και καχεκτικό. Για ποιο λόγο, στ’ αλήθεια δεν ξέρω.
— Πάω να επισκεφτώ το Θεό. Θα του ζητήσω ένα γιατρικό για του λόγου σου.
— Σ’ ευχαριστώ, ταξιδιώτη, απάντησε το άρρωστο δέντρο.
Το πρωί, ο άνθρωπος τράβηξε πάλι το δρόμο του. Κατά το μεσημέρι έφτασε αντίκρυ στο βουνό. Το σούρουπο, στην άκρη του μονοπατιού που σκαρφάλωνε ως την κορυφή, είδε ένα σπίτι ανάμεσα στα βράχια. Ήταν σχεδόν ερείπιο. Η σκεπή του ήταν ξεχαρβαλωμένη, τα παντζούρια του έτριζαν στο βραδινό αέρα. Πλησίασε στο κατώφλι κι από τη μισάνοιχτη πόρτα κοίταξε μέσα. Δίπλα στο τζάκι καθόταν σκυμμένη μια γυναίκα. Έκλαιγε. Ο άνθρωπος της ζήτησε κατάλυμα για να περάσει τη νύχτα κι ύστερα της είπε:
— Γιατί είσαι έτσι θλιμμένη;
Η γυναίκα ρούφηξε τη μύτη της, σκούπισε τα μάτια της.
— Ο Θεός μόνο το ξέρει, απάντησε.
— Άμα το ξέρει ο Θεός, της είπε ο άνθρωπος, μη φοβάσαι, θα τον ρωτήσω εγώ. Κοιμήσου ήσυχη, γυναίκα.
Αυτή ανασήκωσε τους ώμους. Είχε ένα χρόνο που ο καημός της δεν την άφηνε να κλείσει μάτι όλη νύχτα.
Την επόμενη μέρα, ο ταξιδιώτης έφτασε στη σπηλιά του Θεού. Ήτανε στρογγυλή και έρημη. Στη μέση της οροφής είχε ένα άνοιγμα απ’ όπου έπεφτε το φως τ’ ουρανού. Ο άνθρωπος πήγε και στάθηκε από κάτω.
Τότε λοιπόν άκουσε:
— Τι με θέλεις, τέκνο μου;
— Κύριε, θέλω την τύχη μου.
— Κάνε μου τρεις ερωτήσεις, τέκνο μου, και θα την έχεις. Σε περιμένει ήδη στον τόπο σου.
— Ευχαριστώ, Κύριε. Στους πρόποδες του βουνού είναι μια γυναίκα θλιμμένη κι όλο κλαίει. Γιατί;
— Είναι όμορφη, είναι νέα, της χρειάζεται ένας άντρας.
— Κύριε, στο δρόμο μου επάνω συνάντησα ένα δέντρο πολύ άρρωστο. Από τι, άραγε, να υποφέρει;
— Μια κασέλα από χρυσάφι δεν αφήνει τις ρίζες του να προχωρήσουν βαθιά και να βρουν το χώμα που χρειάζεται για να ζήσει.
— Κύριε, μέσα στο δάσος είναι μια παράξενη τίγρη. Της έχει κοπεί η όρεξη.
— Να κατασπαράξει τον πιο τρελό άνθρωπο του κόσμου και θα ξαναβρεί την υγειά της.
— Κύριε, την καλημέρα μου!
O άνθρωπος κατηφόρισε ευχαριστημένος προς την πεδιάδα. Είδε τη γυναίκα δακρυσμένη μπρος στο κατώφλι της και της έκανε νόημα.
Καλή μου γυναίκα, έναν άντρα χρειάζεσαι!
Κι εκείνη του απάντησε:
Κόπιασε, λοιπόν, ταξιδιώτη. Η κοψιά σου μ’ αρέσει. Ας ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι!
Α, δεν προλαβαίνω, πάω ν’ ανταμώσω την τύχη μου. Με περιμένει, με περιμένει!
Τη χαιρέτησε βγάζοντας το καπέλο του και στριφογυρίζοντάς το στον ουρανό μέσα σε γέλια και χοροπηδηχτά. Σύντομα έφτασε κοντά στο άρρωστο δέντρο στον κάμπο. Του φώναξε από μακριά:
Μια κασέλα γεμάτη χρυσάφι κάνει τις ρίζες σου να υποφέρουν. Ο Θεός ο ίδιος μου το ’πε!
Και το δέντρο του απάντησε:
— Άνθρωπε, ξέθαψε τη. Εσύ θα γίνεις πλούσιος κι εγώ θα ξαλαφρώσω!
— Εε, δεν προλαβαίνω, πάω ν’ ανταμώσω την τύχη μου, με περιμένει, με περιμένει!
Στερέωσε το δισάκι του στον ώμο και μπήκε στο δάσος πριν πέσει η νύχτα. Η τίγρη τον περίμενε στα μισά του δρόμου.
— Καλό μου θηρίο, ιδού: πρέπει να φας έναν άνθρωπο. Όχι όμως οποιονδήποτε, παρά τον πιο παλαβό που υπάρχει στον κόσμο.
Τότε η τίγρη ρώτησε:
— Και πώς θα τον αναγνωρίσω;
— Α, δεν έχω ιδέα, αποκρίθηκε ο άλλος. Εγώ το μόνο που μπορώ να σου κάνω είναι να σου επαναλάβω τα λόγια του Θεού, έτσι όπως το έκανα για τη γυναίκα και το δέντρο.
— Τη γυναίκα;
— Ναι, τη γυναίκα. Δεν έλεγε να σταματήσει το κλάμα. Ήτανε νέα κι όμορφη. Της χρειαζόταν ένας άντρας. Εκείνη ήθελε εμένα. Εγώ, όμως, δεν πρόφταινα.
— Και το δέντρο; έκανε η τίγρη.
— Ένας θησαυρός δεν το άφηνε να μεγαλώσει. Ήθελε να το απαλλάξω απ’ αυτόν. Όμως, σ’ το ξαναείπα: δεν είχα χρόνο κι εξακολουθώ να μην έχω. Άντε, λοιπόν, σε χαιρετώ γιατί βιάζομαι.
— Μα, για πού το ’χεις βάλει;
— Πάω πίσω στον τόπο μου. Έχω ν’ ανταμώσω την τύχη μου. Με περιμένει, με περιμένει!
— Για μισό λεπτό, του λέει η τίγρη. Τι είναι, τέλος πάντων, ένας ταξιδιώτης που κυνηγά την τύχη του και στο δρόμο του παραμερίζει μια καλή γυναίκα κι έναν κρυμμένο θησαυρό;
— Θέλει και ρώτημα, καλό μου θηρίο; αποκρίθηκε ο άλλος αφηρημένος. Είναι παλαβός. Αν μάλιστα το καλοσκεφτείς, είναι ν’ απορείς πώς μπορεί να ’ναι κανείς πιο παλαβός από δαύτονε.
Αυτή ήταν κι η τελευταία του κουβέντα. Η τίγρη, κατάφερε, επιτέλους, να γευματίσει με όρεξη περισσή κι ευχαρίστησε το Θεό για το καλό που της έκανε.