Θεόφραστος Παράκελσος: Ο γιατρός γεννιέται από τη Φύση
Ο γιατρός έρχεται από τη φύση, από τη φύση γεννιέται. Μόνο εκείνος που αντλεί την εμπειρία του από τη φύση είναι γιατρός και όχι εκείνος που γράφει, μιλάει και δρα με το κεφάλι του και με εκλογικεύσεις που στοχεύουν ενάντια στη φύση και τους τρόπους της.
Advertisment
Ο γιατρός είναι μόνο ο υπηρέτης της φύσης, όχι ο κύριός της.
Επομένως, είναι αναγκαίο να ακολουθεί η ιατρική τη θέληση της φύσης.
Ένας καλός γιατρός οφείλει να βρίσκει την πίστη του στο ορθολογιστικό φως της φύσης. Χρειάζεται να συνεργάζεται μαζί της και να μην αναλαμβάνει οποιαδήποτε θεραπεία χωρίς αυτήν…
Advertisment
Καμία ασθένεια δεν έρχεται από το γιατρό, ούτε κάποια θεραπεία. Όμως, μπορεί να επιδεινώσει την πορεία της ασθένειας, όπως επίσης μπορεί και να τη βελτιώσει.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ποιος δάσκαλος θα μπορούσε να είναι καλύτερος παρά η ίδια η φύση; Εκείνη κατέχει τη γνώση, αποκαλύπτει το νήμα όλων των πραγμάτων, διδάσκει το γιατρό και παρασκευάζει το φάρμακο.
Η τέχνη της θεραπείας έρχεται από τη φύση και όχι από το γιατρό. Επομένως, ο γιατρός οφείλει να ξεκινήσει από τη φύση με ανοικτό νου.
Ο γιατρός δεν πρέπει να εκπλήσσεται από το γεγονός ότι η φύση είναι μεγαλύτερη από την τέχνη του. Γιατί, τι μπορεί να εξισωθεί με τις δυνάμεις της φύσης;
Εκείνος που δεν κατέχει την τέλεια γνώση της δεν έχει κυριαρχήσει την τέχνη της ιατρικής. Σε ένα φυτό υπάρχει περισσότερη αρετή και δύναμη από όλα τα βιβλία που διαβάζονται στα υψηλά κολέγια και δεν είναι της μοίρας τους να ζήσουν πολύ.
Κάθε γιατρός πρέπει να είναι πλούσιος σε γνώση, όχι μόνο με όσα είναι γραμμένα στα βιβλία. Το βιβλίο του θα πρέπει να είναι οι ασθενείς του. Αυτοί δεν θα τον καθοδηγήσουν ποτέ λαθεμένα… ποτέ δεν θα τον εξαπατήσουν. Δεν μπορεί να κατεβάσει κανείς τη θεωρία της ιατρικής από το κεφάλι του, παρά μόνον από εκείνο που βλέπουν τα μάτια του και αγγίζουν τα δάκτυλά του…
Αν έμενε κάποιος σε μοναστήρι και δε γνώριζε τίποτε πέρα από όσα συνέβαιναν στο μοναστήρι και τις μοναστικές συνήθειες, δε θα γνώριζε τίποτε εκτός από αυτές. Αν αναγκαζόταν κατόπιν να ζήσει κάτω από διαφορετικά έθιμα δε θα ήξερε τι να κάνει, γιατί θα γνώριζε μόνο το δικό του ρυθμό…. Δε θα είχε να πει τίποτε, πέρα από όσα έμαθε στο μοναστήρι του. Επιπλέον, αυτό το μοναστικό δόγμα ξεκίνησε μόνο σαν υπόθεση και επινοήθηκε μόνο από ανθρώπους. Επομένως, ο μοναστικός μας λόγιος παραμένει άπειρος και δεν μπορεί να φτάσει στη βάση των πραγμάτων, εκεί από όπου όλα προέρχονται.
Η βάση των πραγμάτων δεν μπορεί να ανακαλυφθεί ποτέ από την καθαρή θεωρία. Η θεωρία και η πράξη θα πρέπει να είναι ένα και να παραμένουν αδιαίρετες. Γιατί, κάθε θεωρία είναι και ένα είδος υποθετικής πρακτικής και δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο αληθινή από την ενεργητική πρακτική. Όμως τι είναι δυνατόν να κάνει κάποιος όταν η υπόθεσή του δεν εναρμονίζεται με ευρήματα που στηρίζονται στην πράξη;
Και τα δύο πρέπει να είναι είτε αληθινά ή λαθεμένα. Ο ξυλουργός οικοδομεί πρώτα το σπίτι μέσα στο κεφάλι του. Όμως από πού παίρνει αυτή τη δομή; Από την πράξη. Αν δεν την είχε, δε θα μπορούσε να σχεδιάσει τα έπιπλα στη φαντασία του. Τόσο η θεωρία, λοιπόν, όσο και η πρακτική στηρίζονται στην εμπειρία.
Η πράξη δεν πρέπει να βασίζεται στη θεωρία. Η θεωρία οφείλει να έρχεται από την πράξη. Ο κριτής είναι η εμπειρία. Αν αντέχει κάτι τη δοκιμασία της εμπειρίας θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό. Αν όχι, θα πρέπει να απορρίπτεται.
“Ο Αλχημιστής” Θεόφραστος Παράκελσος εκδόσεις Ιάμβλιχος