Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς που ταξίδευε και, περνώντας μέσα από ένα δάσος, του επιτέθηκε μια αγέλη πεινασμένων λύκων. Ο βασιλιάς κατάλαβε πώς δεν μπορούσε να αμυνθεί, οπότε σπιρούνισε το άλογό του προσπαθώντας να ξεφύγει.
Μπαίνοντας πιο βαθιά στο δάσος κατάφερε να απομακρυνθεί από τους λύκους, αλλά χάθηκε. Όσο κι αν προσπαθούσε να προσανατολιστεί, δεν μπορούσε να βρει το δρόμο για να γυρίσει στην πόλη και, όσο πιο πολύ έψαχνε, τόσο περισσότερο χανόταν.
Advertisment
Οι ώρες πέρασαν κι αυτός έκανε κύκλους χωρίς αποτέλεσμα, όταν τρεις ληστές του έκλεισαν το δρόμο. Ήξερε πως ήταν δύσκολο να βγει ζωντανός από αυτή την κατάσταση, ακόμα κι αν τους παρέδιδε τα λίγα πράγματα που είχε μαζί του.
Ο βασιλιάς έβγαλε το στιλέτο του και κατάφερε να πληγώσει τον έναν από αυτούς αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον άλλον που, χτυπώντας τον από πίσω, τον έριξε στο έδαφος, και με τη βοήθεια του τρίτου τον ακινητοποίησαν, καθώς του έψαχναν την τσάντα.
Ο βασιλιάς από μέσα του αποχαιρέτησε τη ζωή και, χωρίς να αντιστέκεται άλλο, παραδόθηκε στο θάνατό του. Όλα θα είχαν τελειώσει με τον θάνατο του βασιλιά, αν δεν είχε εμφανιστεί και ένας πέμπτος άντρας στη σκηνή.
Advertisment
Βλέποντας την επίθεση κατά του ταξιδιώτη, και παρόλο που ήταν άοπλος, πλησίασε για να βοηθήσει φωνάζοντας: “Εδώ είναι. Προχωρήστε. Επίθεση! Τρεις αλήτες τον ληστεύουν… Πάνω τους…”
Οι ληστές δεν στάθηκαν για να εξακριβώσουν πόσοι άντρες έφταναν. Έφυγαν τρέχοντας και εξαφανίστηκαν στο πυκνό δάσος. Ο άντρας βοήθησε τον άρχοντα να σταθεί στα πόδια του, κι εκείνος κοίταξε πάνω από τον ώμο του σωτήρα του, ψάχνοντας για τους υπόλοιπους άντρες, αλλά αμέσως κατάλαβε πως δεν υπήρχαν.
Ξανά πάνω στο άλογό του, και καθώς τον συνόδευε μέχρι έξω από το δάσος, ο άντρας αναγνώρισε τον βασιλιά και προσφέρθηκε να τον συνοδέψει μέχρι το παλάτι. Ο βασιλιάς τον αντάμειψε με πολλά δώρα και, εκτιμώντας το κουράγιο και την εξυπνάδα του, τον έκανε υπουργό της αυλής.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο φθόνος και οι αντιπαλότητες ποτέ δεν έλειψαν από το βασίλειο. Μια προδοσία ή κάποιο ψέμα οδήγησαν τον ισχυρό και με επιρροή υπουργό στο εδώλιο του κατηγορουμένου, επειδή είχε απαντήσει με τρόπο που – καθ’ υπερβολήν – θεωρήθηκε πράξη ανυπακοής προς το στέμμα.
Οι δικαστές, επηρεασμένοι από τις ποταπές προθέσεις εκείνων που αποσκοπούσαν στη θέση του υπουργού, τον καταδίκασαν άδικα σε θάνατο.
Αφού του διάβασε την καταδίκη, ο βασιλιάς του είπε: “Επειδή υπήρξες υπουργός της αυλής, έχεις δικαίωμα για μια τελευταία επιθυμία, πριν οδηγηθείς στο ικρίωμα και εκτελεστείς. Ζήτα οτιδήποτε και θα το έχεις.
Ο άντρας απάντησε: “Θέλω να φορέσω τα ρούχα που φορούσα όταν συνόδεψα την μεγαλειότητά σας τη μέρα που σας βρήκα χαμένο στο δάσος, και επίσης η μεγαλειότητά σας να φοράει κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης τα ρούχα εκείνης της μέρας”.
Ο βασιλιάς, ξαφνικά, θυμήθηκε. Μετέτρεψε την ποινή και επέστρεψε στον άντρα τη θέση που ποτέ δεν έπρεπε να του είχε αφαιρέσει. Ο εκ νέου υπουργός, από τη μεριά του, αναγνώρισε το λάθος που είχε κάνει κι έτσι εξασφάλισε την οριστική συγχώρεση του βασιλιά.
“Βασίσου πάνω μου” Χόρχε Μπουκάι εκδόσεις Όπερα