, ,

Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;

Τι θα πει άραγε αυτό που λέγεται από κάποιους «χάνω το χρόνο μου» ή «αυτή η κατάσταση με πάει πίσω»; Πώς τον κερδίζει κανείς

Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;

Τι θα πει άραγε αυτό που λέγεται από κάποιους «χάνω το χρόνο μου» ή «αυτή η κατάσταση με πάει πίσω»; Πώς τον κερδίζει κανείς τον χρόνο του ή πώς μια κατάσταση τον πάει μπροστά; Είναι ένα ερώτημα που συνδέεται με το περιβάλλον που έχει ανατραφεί κάποιος και σαφώς με τις εκάστοτε επικρατέστερες κοινωνικές σταθερές, δηλαδή όσα οι άγραφες πεποιθήσεις του κοινωνικού συνόλου θεωρούν σωστά ή λανθασμένα, επιτυχία ή αποτυχία και σε μεγάλο βαθμό το επιβάλουν σε όσους θέλοντας και μη, τις ασπάζονται.

Έχει αξία εδώ να αναφερθεί μια εύστοχη ιστορία. Αυτή λέει πως κάποτε ζούσε σ’ ένα χωριό κάποιος φτωχός γέροντας, ο οποίος είχε ένα όμορφο άλογο που τον βοηθούσε στις γεωργικές του ασχολίες και το οποίο ήταν τόσο όμορφο και δυνατό, ώστε ήταν γνωστό σε όλη τη γύρω περιοχή.

Advertisment

Κάποια μέρα, ένας πρίγκιπας που εντυπωσιάστηκε από τη φήμη και το παρουσιαστικό του αλόγου, θέλησε να το αγοράσει, προσφέροντας στον γέροντα ένα υπέρογκο ποσό. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να πουλήσει το αγαπημένο του άλογο, με το οποίο είχε δεθεί τόσα χρόνια, και επέστρεψε στο χωριό του. «Μα καλά είσαι ανόητος;» ρωτούσαν οι συγχωριανοί του. Πούλα το άλογο για το καλό σου, θα πιάσεις πολλά χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος. «Α, εμένα το άλογο με βοηθά στην εργασία μου. Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;» απαντούσε ο γέροντας.

Οι μέρες περνούσαν και το άλογο παρέμενε αχώριστη συντροφιά του γέροντα. Ένα πρωί ξύπνησε και είδε ότι το άλογό του είχε φύγει. Οι συγχωριανοί του μαζεύτηκαν για να του εκφράσουν τη λύπη τους: «Τι μεγάλο κακό που σε βρήκε, τώρα ποιος θα σε βοηθά στις δουλειές σου; Ήσουν ανόητος που δεν το πούλησες. Τώρα δεν έχεις ούτε τα χρήματα, ούτε το άλογο».

Ο γέροντας με τη χαρακτηριστική ηρεμία του απαντούσε: «Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;» Οι χωριανοί απομακρύνονταν νομίζοντας ότι ο γέρος τα έχει χάσει. Ύστερα από λίγες μέρες, το άλογο επέστρεψε στη μάντρα του γέροντα, μαζί με μερικά άλλα πανέμορφα άγρια άλογα που είχε συναντήσει στο δάσος.

Advertisment

Μαζεύτηκαν ξανά οι συγχωριανοί και του έλεγαν: «Τι τυχερός που είσαι! Σου έτυχε μεγάλο καλό, αφού τώρα έχεις περισσότερα άλογα να σε βοηθούν». Ο γέροντας τούς απάντησε: «Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό. Πάντως, είμαι ευχαριστημένος που το άλογό μου γύρισε». Οι συγχωριανοί του τον κοιτάζανε πάλι περιφρονητικά.

Μετά από λίγες μέρες, ο γιος του, καβαλικεύοντας ένα από τα άλογα, έπεσε και χτύπησε τα πόδια του, μένοντας ανήμπορος. Μαζεύτηκαν πάλι οι χωριανοί λέγοντας: «Τι κακό που σε βρήκε! Με τα άλογα που ήρθαν, έχασες τελικά το δεξί σου χέρι στις δουλειές – τον γιο σου – που υποφέρει τώρα από τους πόνους και ίσως υποφέρει για όλη του τη ζωή». Ο γέρος απαντούσε πάλι: Ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό.

Δεν πέρασε μια βδομάδα από αυτό το ατύχημα και μια γειτονική χώρα κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, και από την πόλη του ο στρατός και επιστράτευσε όλους τους νέους άντρες της πόλης. Δεν πήραν, φυσικά, τον γιο του, που είχε χτυπήσει τα πόδια του, κι έτσι δεν έλαβε μέρος στις άγριες μάχες που ακολούθησαν. Ήρθαν πάλι οι συγχωριανοί και έλεγαν: «Είσαι πολύ τυχερός, αφού οι γιοι όλων μας πάνε να σκοτωθούν στον πόλεμο, ενώ εσύ θα έχεις τον γιο σου πάντα κοντά σου». Και ο γέροντας τούς απάντησε με τρυφερότητα: «Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά, για να κρίνουμε αν κάτι είναι ευλογία ή συμφορά, αρκεί να το ζούμε με ψυχραιμία».

Είναι κατανοητή η ατάκα περί χασίματος χρόνου ή οπισθοπορείας, όταν μια κατάσταση σε φθείρει ή δεν σε προάγει, σου δημιουργεί μια δυσλειτουργία, σου αφήνει ένα κενό. Ωστόσο, όσοι έχουν μεγαλώσει στους ρυθμούς της πόλης με ανταγωνιστικό προσανατολισμό πέραν του σκατζοχοιρένιου αυτισμού που παρουσιάζουν, αναπτύσσουν και μια άκρατη λογική περί πάρτης. Αυτό το μοντέλο όμως δεν ταιριάζει στις αλληλεπιδράσεις, στις ανθρώπινες σχέσεις.

Όλες αυτές οι σκιερές σκέψεις συρρικνώνονται στην απλή ατάκα «όλα είναι δρόμος». Απ’ όλες τις καταστάσεις μπορεί κάποιος να ωφεληθεί αν το θέλει, να αναμετρηθεί και να αναδείξει τις «θαμμένες» του δυνάμεις. Όλα είναι δρόμος. Αν κάποιος θέλει, συνθέτει την ψυχική του ανθεκτικότητα κι από το λάθος κι από την αποτυχία.

Με όλα όσα του συμβαίνουν μπορεί να έχει ένα «αλισβερίσι» και να βγει δυνατότερος, περισσότερο έμπειρος. Το κλειδί είναι να καταφέρει να αποδεχτεί ποιος στ’ αλήθεια είναι δίχως φόβους κι εκεί να προσθέσει την ανάπτυξη και την ενδυνάμωση του εαυτού του. Η αυτοπαρατήρηση με ρεαλισμό, τού προσφέρει δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις προκειμένου να μειώνει σταδιακά τις ολισθήσεις του και να αυξάνει τη σταθερότητά του.

Σίγουρα ό,τι δεν προάγει την προοπτική του καθενός σύμφωνα με το προσωπικό του όραμα, αργά ή γρήγορα το προσπερνά και το αφήνει στην άκρη για να συνεχίσει την πορεία της ζωής του. Κάποια στιγμή χρειάζεται να περάσει κανείς στην επόμενη «πίστα» στο παιχνίδι της ζωής αυτής, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μετριέται ο δρόμος προς την ολοκλήρωση – που είναι διαρκής – με μονάδες όπως χάνω, κερδίζω, πίσω μπροστά.

Θεωρώ πως αυτή η στάση έχει στοιχεία ναρκισσισμού. «Χάνω το χρόνο μου, τη μέρα μου, την καριέρα μου». Ναι συμφωνώ, όταν μένει κανείς συνεχώς άπραγος και έχει την νοοτροπία «πέσε μήλο να σε φάω», διαφορετικά μήπως «κερδίζει» να μαθαίνει να ζει με ευγνωμοσύνη στο παρόν, αφτιασίδωτος, εξασφαλίζοντας την ψυχραιμία του στα γεγονότα που τον αφορούν, πλησιέστερα στον άνθρωπο που ζει στον επίγειο παράδεισο και τον αξιοποιεί. Tα πράγματα κυλούν όπως ξέρουν. Η ζωή ξέρει, ασ’ την να σ’ εντυπωσιάσει! Το μόνο που οφείλεις να κάνεις είναι να είσαι εκεί, με εγρήγορση.

Οι διαπροσωπικές σχέσεις δεν έχουν μονάδα μέτρησης αυτής της μεζούρας. Έρχεται η ώρα να πεις το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι». Όχι σε ό,τι κλέβει τις στιγμές που σε κάνουν εσένα ευτυχισμένο και σε ξεκουράζουν. Είναι απλά αυτό που σημειώνει εύστοχα η Κική Δημουλά: «Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές. Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε, ταξίδευα κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε, περίμενα». Το μόνο που χρειάζεται λοιπόν για να επικοινωνεί, είναι να μάθει κανείς τη «γλώσσα» του σύννεφου και του ονείρου, της ψυχοσωματικής του υπόστασης, τη γλώσσα της ζωής, της σιωπής, του γέλιου, της ανατολής, της καρδιάς του.

Χάρης Χωραΐτης – Photo: Author/Depositphotos

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

«Πωλητής για μία ώρα»: Οι καλλιτέχνες που στήριξαν το περιοδικό Σχεδία
Ζευγάρι νομάδων μελισσοκόμων ταξιδεύουν τα μελίσσια τους στα σχολεία της βόρειας Ελλάδας
«Απλώς κάντε το»: Η συμβουλή ενός 94χρονου με φυσική κατάσταση εφήβου
Μαθητής λυκείου από την Αλεξανδρούπολη πήρε πλήρη υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια!

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση