Οι παλιές φιλίες είναι χαμένες πατρίδες και οι αληθινές, σύντροφοι ψυχής

Κάθομαι στο γνωστό τραπέζι. Εκεί είχαμε πει πως θα συναντιόμαστε τις Δευτέρες, το θυμάσαι; Από τότε πέρασαν πράγματι αρκετές Δευτέρες. Πέρασαν μήνες, χρόνια, άλλαξαν

Οι παλιές φιλίες είναι χαμένες πατρίδες και οι αληθινές, σύντροφοι ψυχής

Κάθομαι στο γνωστό τραπέζι. Εκεί είχαμε πει πως θα συναντιόμαστε τις Δευτέρες, το θυμάσαι; Από τότε πέρασαν πράγματι αρκετές Δευτέρες. Πέρασαν μήνες, χρόνια, άλλαξαν οι εποχές. Και εμείς οι ίδιοι αλλάξαμε και ας μην το ομολογούμε ανοιχτά, κι ας επιθυμούμε να διατηρήσουμε αλώβητη στην καρδιά τη μεθυστική αίσθηση της πρώτης νεότητας, τότε που το ανέφικτο φάνταζε ρεαλιστικό σενάριο.

«Στην αιώνια φιλία» μου είπες ένα βράδυ, υψώνοντας το ποτήρι σου στον ουρανό. Γέλασα λίγο, ίσως γιατί όρκο δεν έπαιρνα πως υφίσταται το παντοτινό και πιθανόν επειδή φανταζόμουν ήδη τους αμετανόητους ορθολογιστές να αντικρούουν αναψοκοκκινισμένοι, με τα βαρετά τους επιχειρήματα, την εμμονή σου στο άφθαρτο.

Advertisment

«Στο διάολο να πάνε οι κυνικοί», μου απάντησες, λες και μάντεψες τη σκέψη μου και μεμιάς με έκανες συνένοχο μιας μαγείας που έμελλε να διαρκέσει στον χρόνο.

Γιατί τι άλλο είναι άραγε η φιλία παρά μια γλυκιά συνενοχή, εκείνο το θρυμματισμένο βάζο της μαμάς που παρέα σπάσαμε, σαν την πρώτη μας άγουρη επανάσταση απέναντι στο κατεστημένο;

Και η ζωή μας μια παρέλαση προσώπων. Πάνε και έρχονται οι άνθρωποι στη σκηνή του πεπρωμένου. Ο καθένας και κάτι αφήνει πίσω του, μια σφραγίδα στις εμπειρίες μας, ένα χρώμα στον καμβά μας: Ο τύπος με το πλατύ χαμόγελο που μας φέρνει σταθερά στο νου τον ανέμελο Αύγουστο. Εκείνος με τις διεισδυτικές ερωτήσεις που μας ξεβολεύει αλλά συγχρόνως μας ωθεί στα έγκατα της ύπαρξης μας.

Advertisment

Κι έπειτα ο άλλος με τον σάκο στον ώμο, να μας πείθει πως τα ωραιότερα ταξίδια είναι όσα συντροφιά καταστρώσαμε. Όλοι τους μέρη ενός ιδιότυπου θιάσου, ηθοποιοί που για χάρη μας απαρνήθηκαν τις μάσκες τους, λόγια που έγιναν ο όμορφος αντίλαλος της καρδιάς μας.

Και τα χρόνια περνούν. Και κάποιοι αποχωρούν από τη σκηνή. Τους γυρεύουμε στα παρασκήνια μια στο τόσο. Μάταιος ο κόπος. Μέχρι που ένα βράδυ παρουσιάζονται ξανά αντίκρυ μας, στο σοκάκι της παλιάς γειτονιάς. Ανταλλάσσουμε κουβέντες μαζί τους, όρθιοι και βιαστικοί. Μοιάζει σαν να θέλουμε να καθησυχάσουμε ο ένας τον άλλον πως τίποτε δεν έχει αλλάξει. Τους περιεργαζόμαστε προσεκτικά και νιώθουμε σαν να τους ξέρουμε και να μην τους ξέρουμε ταυτόχρονα.

Οι παλιές φιλίες ισοδυναμούν με τις χαμένες μας πατρίδες που τυλίχτηκαν στις φλόγες, μα τα αποκαΐδια τους γρατζουνούν ακόμη τις πληγές μας κάπου κάπου. Μας υπενθυμίζουν ποιοι ήμασταν μια φορά και έναν καιρό, εκείνον τον κόσμο που παρέα θα αλλάζαμε, τις κορυφές που μαζί θα κατακτούσαμε. Οι παλιές φιλίες μας καλούν να αναμετρηθούμε με τον ίδιο τον καθρέφτη μας, να αναλογιστούμε αν γίναμε αυτό που λαχταρήσαμε ή αν τελικά οι δαίμονες στοιχειώνουν ακόμη τους ανθισμένους κήπους των ονείρων μας.

Και το σπουδαιότερο: Μας φέρνουν αντιμέτωπους με το ίδιο το θνητό πεπερασμένο, μας δημιουργούν αμφιβολίες για τα αποτυπώματα που πιθανόν να αφήσει ο αμείλικτος χρόνος στις τωρινές σημαντικές μας σχέσεις.

Όμως ευτυχώς υπάρχουν και οι Δευτέρες. Φτάνω κουρασμένη από τη δουλειά. «Τι θα παραγγείλεις;» με ρωτάς. «Και παρεμπιπτόντως πώς είναι έτσι τα μαλλιά σου» με πειράζεις. Σε ένα τραπέζι ο χρόνος παγώνει και οι χαμένες πατρίδες παύουν να γρατζουνούν το δέρμα .

Γιατί τελικά οι αληθινοί φίλοι γίνονται σύντροφοι ψυχής. Δεν έχει σημασία αν βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά μας. Κάθε φορά που τους βλέπουμε αντικρίζουμε στη ματιά τους τα όνειρα και τους φόβους μας, τις ματαιώσεις και τις ελπίδες μας, τις χαρές και τις λύπες μας, την ίδια την ιστορία μας που ακόμη ξετυλίγουμε παρέα.

Οι αληθινοί φίλοι μας τραβάνε αποφασιστικά από τα πιο απατηλά τούνελ , πιστεύουν ακράδαντα πως ισοδυναμούμε με ένα μεγαλειώδες έργο σε εξέλιξη και παίρνουν τα πινέλα για να ζωγραφίσουν τον πίνακά μας τις νύχτες που στη θέση των χρωμάτων εμείς αντικρίζουμε μονάχα σκιές. «Μην τα παρατάς», μας ενθαρρύνουν.

Σφυρίζουν ένα σκοπό, που τον ακούμε από τόσα χιλιόμετρα μακριά και μας πηγαίνει με ασφάλεια πίσω, στη θαλπωρή μιας ιδιότυπης οικογένειας που δε στηρίζει την αίγλη της σε τίτλους και κληρονομικά επίθετα αλλά μονάχα στην ανιδιοτέλεια.

Και τώρα, πιθανόν να θυμήθηκες εκείνον τον τύπο, που δήλωνε με στόμφο κάποιο απόγευμα: «Εγώ ποτέ δε σου δίνω 10 αν δε μπορείς να μου φέρεις πίσω έντεκα».

Αλλά εσύ καλά το ξέρεις. Η αληθινή φιλία δίνει 10 δίχως να περιμένει ανταλλάγματα και για αυτόν ακριβώς τον λόγο στο τέλος κερδίζει τις Δευτέρες, τους μήνες, τα χρόνια, την ίδια την αιωνιότητα, που αποστομώνει τον κυνισμό με τη μαγεία της. Μια απόφαση η ζωή μας εξάλλου: Θα μετρήσουμε ή θα αγαπήσουμε;

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

«Με συμπαθούν αρκετά;» Πώς οι εφηβικές φιλίες διαμορφώνουν ευτυχισμένους και υγιείς ανθρώπους
3 λόγοι για τους οποίους συμβιβάζεστε με λιγότερα στη σχέση σας και τι να κάνετε για να το αλλάξετε
Αποξένωση στα αδέλφια: Ένας ψυχολόγος εξηγεί τους λόγους και απαντά σε 8 καίρια ερωτήματα
Ψέματα που μας έμαθαν για αλήθειες: "Τα ετερώνυμα έλκονται"

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση