Ο Μόρι έχασε τη μάχη. Τώρα κάποιος του σκουπίζει τον πισινό. Ο ίδιος το αντιμετώπισε με την τυπική, γενναία αποδοχή που δείχνει σε όλα. Και ενημέρωσε την Κόνι ότι δεν μπορούσε πια να φτάσει πίσω και να σκουπιστεί όταν πήγαινε στην τουαλέτα.
«Σε ενοχλεί να το κάνεις εσύ;»
«Όχι», είπε εκείνη.
Εγώ είπα ότι εξέφραζε απολύτως τον Μόρι το ότι τη ρώτησε πρώτα.
Ο Μόρι παραδέχτηκε ότι άργησε λιγάκι να το συνηθίσει, επειδή αυτό σήμαινε την πλήρη παράδοσή του στην αρρώστια. Η οποία του είχε αφαιρέσει τα πιο βασικά, προσωπικά πράγματα: να πηγαίνει στην τουαλέτα, να σκουπίζει τη μύτη του, να πλένει τα απόκρυφά του. Εξαιρουμένων της αναπνοής και της κατάποσης της τροφής, εξαρτιόταν από τους άλλους σχεδόν για τα πάντα.
Ρώτησα τον Μόρι πώς τα κατάφερνε να τα αντιμετωπίζει θετικά όλα αυτά.
Advertisment
«Είναι αστείο, Μιτς» μου είπε. «Είμαι ανεξάρτητος χαρακτήρας κι έτσι είχα την τάση να τα πολεμήσω όλα αυτά – να με βοηθάνε να βγω από το αυτοκίνητο, να με ντύνει κάποιος άλλος. Ένιωθα να ντρέπομαι κάπως, επειδή η κουλτούρα μας μας λέει πως πρέπει να ντρεπόμαστε αν δεν μπορούμε να σκουπίσουμε τον πισινό μας. Ύστερα όμως σκέφτηκα: Ξέχνα τι λέει η κουλτούρα μας. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου αγνοούσα την κουλτούρα. Δεν θα ντραπώ. Σιγά τ’ αβγά!
«Και, ξέρεις ποιο είναι το πιο παράξενο απ’ όλα;»
«Ποιο;»
«Άρχισα να απολαμβάνω την εξάρτησή μου. Χαίρομαι όταν με γυρίζουν στο πλάι και μου τρίβουν με κρέμα την πλάτη για να μην πληγιάσω. Ή όταν μου σκουπίζουν τον ιδρώτα από το μέτωπο ή μου κάνουν μασάζ στα πόδια. Το απολαμβάνω αφάνταστα. Κλείνω τα μάτια και το γλεντάω. Και μου φαίνεται σαν κάτι πολύ οικείο.
»Λες και ξαναγίνομαι παιδί. Να έχεις κάποιον να σε κάνει μπάνιο. Κάποιον να σε σηκώνει αγκαλιά. Κάποιον να σε σκουπίζει. Όλοι ξέρουμε τον τρόπο να γινόμαστε παιδιά. Το έχουμε μέσα μας. Εγώ απλώς θυμάμαι πώς να το απολαμβάνω.
Advertisment
»Η αλήθεια είναι πως όταν η μητέρα μας μας χόρευε στην αγκαλιά της και μας χάιδευε το κεφάλι, δεν το χορταίναμε. Όλοι μας επιθυμούμε να επιστρέψουμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε εκείνες τις μέρες, όταν κάποιος μας φρόντιζε χωρίς όρους, μας αγαπούσε απεριόριστα, μας πρόσεχε απεριόριστα. Κανείς μας δεν το χόρταινε.
»Εγώ σίγουρα δεν το χόρταινα».
Ξαφνικά κατάλαβα γιατί χαιρόταν τόσο ο Μόρι όταν έσκυβα από πάνω του και στερέωνα το μικρόφωνό του, του τακτοποιούσα τα μαξιλάρια, του σκούπιζα τα μάτια. Ήταν η ανθρώπινη επαφή. Το άγγιγμα. Στα εβδομήντα οχτώ του έδινε σαν ενήλικος και έπαιρνε σαν παιδί.
Αργότερα την ίδια μέρα μιλήσαμε για τα γηρατειά. Ή, να το πω καλύτερα, τον φόβο των γηρατειών. Δηλαδή άλλο ένα από τα σημεία της λίστας μου με όσα παιδεύουν τη γενιά μου. Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο της Βοστόνης είχα μετρήσει τις γιγαντοαφίσες με νέους και ωραίους ανθρώπους. Υπήρχε ένας ωραίος νέος με καουμπόικο καπέλο που κάπνιζε ένα τσιγάρο,
δύο όμορφες νέες που χαμογελούσαν πάνω από ένα μπουκάλι με σαμπουάν, μια καυτή έφηβη με ξεκούμπωτο το μπλουτζίν της και μια σέξι γυναίκα με μαύρο βελούδινο φόρεμα δίπλα σε έναν άντρα με σμόκιν. Κρατούσαν ένα ποτήρι με σκοτσέζικο ουίσκι.
Δεν είδα ούτε μία φωτογραφία ανθρώπου πάνω από τριάντα πέντε. Είπα στον Μόρι πως ένιωθα ότι είχα ήδη πάρει τον κατήφορο, κι ας προσπαθούσα απελπισμένα να κρατηθώ σε φόρμα. Έκανα συνεχώς γυμναστική. Πρόσεχα τι τρώω. Εξέταζα καθημερινά στον καθρέφτη τα μαλλιά μου, μήπως άρχισαν να πέφτουν. Ενώ πριν έλεγα με περηφάνια την ηλικία μου –επειδή είχα πετύχει τόσα πολλά τόσο νέος–, τώρα απέφευγα να την αναφέρω, επειδή πλησίαζα τα σαράντα και άρα έφτανα στο επαγγελματικό λυκόφως.
Ο Μόρι αντιμετώπιζε καλύτερα τα γηρατειά.
«Δεν δέχομαι όλη αυτή την έμφαση που δίνεται στα νιά- τα», είπε. «Άκου να σου πω, ξέρω καλά πόση μιζέρια κρύβει η νεότητα. Μη μου λες λοιπόν ότι είναι σπουδαία. Θυμάμαι όλα εκείνα τα παιδιά που μου έρχονταν με τις αγωνίες και τους αγώνες τους, με συναισθήματα ανικανοποίητου και ανικανότητας, με μια αίσθηση πως η ζωή είναι απαίσια, τόσο άσχημη, ώστε να θέλουν να αυτοκτονήσουν…
»Και επιπλέον οι νέοι δεν διαθέτουν σοφία. Ελάχιστα κατανοούν τη ζωή. Ποιος θέλει να ζει την κάθε μέρα μέσα στην άγνοια; Όταν σε χειραγωγούν διάφοροι, σου λένε να αγορά- σεις αυτό το άρωμα για να είσαι ωραίος ή εκείνο το μπλουτζίν για να είσαι σέξι – και τους πιστεύεις! Τι ανοησία!»
«Εσύ δεν φοβήθηκες ποτέ τα γηρατειά;» τον ρώτησα.
«Μιτς, εγώ τα αγκαλιάζω τα γηρατειά».
«Τα αγκαλιάζεις;»
«Είναι πολύ απλό. Όσο γερνάς, μαθαίνεις. Αν έμενες για πάντα είκοσι δύο, θα έμενες αδαής όπως είναι κάποιος σ’ αυτή την ηλικία. Το ότι μεγαλώνεις, ξέρεις, δεν σημαίνει μόνο ότι παρακμάζεις. Σημαίνει και ότι αναπτύσσεσαι. Δεν υπάρχει μόνο το αρνητικό του επερχόμενου θανάτου, αλλά και το θετικό ότι καταλαβαίνεις πως θα πεθάνεις και χάρη σ’ αυτή την κατανόηση ζεις καλύτερη ζωή».
«Ναι», είπα, «αλλά αν το να μεγαλώνεις είναι τόσο πολύτιμο, γιατί ο κόσμος λέει: “Αχ, και να ξαναγινόμουν νέος”; Ποτέ δεν ακούς κάποιον να λέει: “Μακάρι να ήμουν εξήντα πέντε”».
Ο Μόρι χαμογέλασε.
«Ξέρεις τι αντικατοπτρίζει αυτό; Ανικανοποίητες ζωές. Ανολοκλήρωτες. Ζωές που δεν έχουν βρει το νόημα. Γιατί αν έχεις βρει το νόημα στη ζωή σου, δεν θέλεις να ξαναγυρίσεις πίσω. Θέλεις να πας μπροστά. Θέλεις να δεις περισσότερα, να κάνεις περισσότερα. Δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι τα εξήντα πέντε.
»Άκουσέ με. Πρέπει να μάθεις κάτι. Όλοι οι νέοι πρέπει να μάθουν κάτι. Αν παλεύεις συνέχεια ενάντια στα γηρατειά, θα είσαι πάντα δυστυχισμένος επειδή ο αγώνας είναι χαμένος, τα γηρατειά θα έρθουν θες δε θες.
»Και, Μιτς;»
Χαμήλωσε τη φωνή του.
«Το γεγονός παραμένει ότι κάποια στιγμή θα πεθάνεις». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι.
«Δεν έχει σημασία τι λες στον εαυτό σου».
«Το ξέρω».
«Ελπίζει όμως κανείς πως θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να γίνει αυτό», είπε ο Μόρι.
Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια έκφραση ηρεμίας και ύστερα μου ζήτησε να τακτοποιήσω τα μαξιλάρια πίσω από το κεφάλι του. Το κορμί του έπρεπε να μετακινείται διαρκώς για να αισθάνεται άνετα. Ήταν απλωμένο στο αναπηρικό καροτσάκι πάνω σε λευκά μαξιλάρια, κίτρινο αφρολέξ και μπλε πετσέτες.
Λες και τον είχαν πακετάρει για να τον μεταφέρουν κάπου.
«Σε ευχαριστώ», ψιθύρισε καθώς μετακινούσα τα μαξιλάρια.
«Κανένα πρόβλημα», του απάντησα.
«Μιτς. Τι σκέφτεσαι;»
Δεν απάντησα αμέσως. Και ύστερα, είπα: «Οκέι. Αναρωτιέμαι πώς και δεν ζηλεύεις τους νεότερους, υγιείς ανθρώπους».
«Ε, νομίζω πως τους ζηλεύω». Έκλεισε πάλι τα μάτια.
«Τους ζηλεύω που μπορούν να πάμε στο γυμναστήριο ή για κολύμπι. Ή για χορό. Κυρίως για χορό. Όταν όμως έρχεται η ζήλια, τη νιώθω και ύστερα την αφήνω να περάσει. Θυμάσαι τι σου είπα για την αποστασιοποίηση; Άφησε το συναίσθημα να φύγει. Πες στον εαυτό σου: “Θα αποχωριστώ τη ζήλια”. Και προχώρα πιο πέρα».
Τον έπιασε ένας βαθύς, παρατεταμένος βήχας. Έφερε ένα χαρτομάντιλο στο στόμα του και έφτυσε αδύναμα. Έτσι που καθόμουν δίπλα του, ένιωθα πολύ πιο δυνατός απ’ αυτόν, γελοία πιο δυνατός. Θα μπορούσα να τον σηκώσω και να τον ρίξω στον ώμο μου σαν ένα σακί με αλεύρι. Με ενόχλησε αυτή η ανωτερότητά μου, επειδή σε τίποτα άλλο δεν αισθανόμουν ανώτερος από κείνον.
«Πώς κρατιέσαι και δεν ζηλεύεις…»
«Ποιον;»
«Εμένα». Χαμογέλασε.
«Μιτς, είναι αδύνατον για τους γέρους να μη ζηλεύουν τους νέους. Το θέμα είναι να αποδέχεσαι αυτό που είσαι και να το χαίρεσαι. Για σένα τώρα είναι ο καιρός των τριάντα σου. Είχα κι εγώ τον καιρό των τριάντα μου. Τώρα είναι ο καιρός να είμαι εβδομήντα οχτώ.
»Πρέπει να βρεις εκείνα που είναι καλά, αληθινά και ωραία στη ζωή σου, όπως είναι τώρα. Το να αναλογίζεσαι το παρελθόν σε κάνει ανταγωνιστικό. Η ηλικία όμως δεν είναι ζήτημα ανταγωνισμού».
Έβγαλε τον αέρα από τα πνευμόνια του και κοίταξε χαμηλά, σαν να ήθελε να δει την ανάσα του να σκορπίζει στον αέρα.
«Η αλήθεια είναι πως ένα κομμάτι του εαυτού μου έχει όλες τις ηλικίες. Είμαι τριών χρόνων, πέντε χρόνων, τριάντα εφτά χρόνων, πενήντα χρόνων. Έχω περάσει από όλες αυτές τις ηλικίες και ξέρω πώς είναι. Χαίρομαι να είμαι παιδί όταν πρέπει να είμαι παιδί. Χαίρομαι να είμαι σοφός γέρος όταν πρέπει να είμαι σοφός γέρος. Σκέψου πόσα πράγματα μπορώ να είμαι! Είμαι κάθε ηλικίας μέχρι τη σημερινή. Με καταλαβαίνεις;»
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι.
«Πώς μπορώ να ζηλέψω το σημείο που βρίσκεσαι σήμερα αφού βρέθηκα κι εγώ εκεί;»
Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο Κάθε Τρίτη με τον Μόρι του Mitch Albom. Διαβάστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.