Η βιταμίνη D είναι μια από τις λιποδιαλυτές βιταμίνες που χρειάζεται το σώμα μας. Αποτελεί ωστόσο έναν γενικό όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει όλες τις στερόλες (Βιταμίνη D1, D2, D3 κα) που παρουσιάζουν παρόμοια δραστηριότητα με εκείνη της Βιταμίνης D3 (χοληκαλσιφερόλη). Η σπουδαιότητά της οφείλεται στο ότι ρυθμίζει το μεταβολισμό του ασβεστίου και του φωσφόρου. Η μοναδικότητα της βιταμίνης αυτής είναι στο ότι υπάρχει σε φυσική μορφή μόνο σε μερικές τροφές, αλλά κατά βάσει μπορεί να συντεθεί στο σώμα μετά την έκθεση του δέρματος στις υπεριώδεις ακτίνες του ηλιακού φωτός.
Οι ημερήσιες ανάγκες στη βιταμίνη αυτή είναι 200 IU (διεθνείς μονάδες) για βρέφη και ενήλικες έως 50 χρονών, σε ενήλικες από 51-70 ετών 400 IU, ενώ στους ακόμα μεγαλύτερους οι ημερήσιες ανάγκες φτάνουν έως 600 IU. Οι ανάγκες για αυξημένη πρόσληψη της βιταμίνης D ωστόσο μπορούν να αυξηθούν σε διάφορες καταστάσεις όπως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, σε ηλικιωμένους και γενικότερα σε άτομα που έχουν περιορισμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, σε άτομα με σκούρο δέρμα καθότι η μελανίνη εμποδίζει την σύνθεση της, καθώς και σε αυστηρά χορτοφάγους.
Advertisment
Η έκθεση του δέρματος στις υπεριώδεις ακτίνες έχουν ως αποτέλεσμα τη σύνθεση της Βιταμίνης D3, η οποία αποτελεί και την κύρια πηγή της βιταμίνης D. Το ποσό της βιταμίνης που δημιουργείται εξαρτάται από το χρόνο της έκθεσης, την περιοχή του εκτεθειμένου δέρματος, το χρώμα του δέρματος και άλλους παράγοντες. Έχει βρεθεί ότι 15-20 λεπτά έκθεσης στον ήλιο καθημερινά, των άνω άκρων και του προσώπου μας, είναι αρκετά για να συνθέσουμε το 90% της ποσότητας της βιταμίνης που χρειαζόμαστε. Το υπόλοιπο 10% της ποσότητας που χρειαζόμαστε το καλύπτουμε διατροφικά επιλέγοντας τρόφιμα που είναι πλούσια σε βιταμίνη D, όπως είναι τα λιπαρά ψάρια (σαρδέλες, σολομός, ρέγκα, σκουμπρί), το μουρουνέλαιο, τα γαλακτοκομικά και το αυγό. Ωστόσο επειδή οι φυσικές πηγές της βιταμίνης είναι περιορισμένες, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει εδώ και αρκετά χρόνια στις Η.Π.Α και σε Σκανδιναβικές χώρες, έχουν κυκλοφορήσει και προϊόντα εμπλουτισμένα (γαλακτοκομικά, χυμοί, δημητριακά πρωινού, μαργαρίνες) με βιταμίνη D, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση της πρόσληψης της συγκεκριμένης βιταμίνης.
Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την προαγωγή της απορρόφησης και της χρησιμοποίησης του ασβεστίου και του φωσφόρου από τον οργανισμό. Σε συνεργασία με παραθυρεοειδείς ορμόνες και την καλσιτονίνη, ρυθμίζει τη συγκέντρωση του ασβεστίου στο αίμα ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού, καθώς και εναποθετόντας ή απομακρύνοντας το ασβέστιο από τα οστά.
Η βιταμίνη D μπορεί να καταστεί χρήσιμη στην πρόληψη της οστεοπόρωσης, καθώς υπάρχουν αρκετά στοιχεία ερευνών που συνηγορούν υπέρ του ότι τα συμπληρώματα της βιταμίνης αυτής, μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση της απώλειας οστικής μάζας και του κινδύνου καταγμάτων. Όσον αφορά τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, έχει βρεθεί και τεκμηριωθεί από αρκετές μελέτες, ότι τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης στο σώμα συνδέονται με διάφορα είδη καρκίνου όπως στον κόλον, στον προστάτη και στο στήθος. Η βιταμίνη D μεταξύ άλλων φαίνεται να έχει ισχυρή επίδραση στους μηχανισμούς του συστήματος άμυνας του οργανισμού (ανοσολογικό σύστημα), καθώς σε έρευνες τις τελευταίες δεκαετίες βρέθηκε ότι πιθανόν να έχει προστατευτική δράση εναντίον ασθενειών που οφείλονται σε διαταραχές του ανοσολογικού συστήματος (αυτοάνοσες νόσοι), όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας. Επιπλέον, η βιταμίνη D φαίνεται να διαδραματίζει και ρόλο ρυθμιστή της πίεσης στο αίμα, καθώς συμμετέχει στο μεταβολισμό του ασβεστίου.
Advertisment
Η ανεπάρκειά της έχει διάφορες ανεπιθύμητες ενέργειες με την πιο σημαντική τη μειωμένη εντερική απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου. Επίσης υπάρχουν έρευνες που συσχετίζουν τα μειωμένα επίπεδα της βιταμίνης με την αποτιτάνωση των μαλακών ιστών που οδηγεί σε ραχίτιδα στα παιδιά (κακή ανάπτυξη και αδυναμία των οστών) και οστεομαλακία στους ενήλικες (αδύναμα και εύθραυστα οστά). Επιπλέον, η έλλειψη της βιταμίνης D έχει συσχετιστεί και με την εμφάνιση υπερπαραθυρεοειδισμού και οστεοαρθρίτιδας.
Όσον αφορά τις ανεπιθύμητες ενέργειες της συγκεκριμένης βιταμίνης, είναι γνωστό ότι η βιταμίνη αυτή είναι από τις πλέον τοξικές. Τα βρέφη και τα παιδιά είναι περισσότερο ευάλωτα σε σχέση με τους ενήλικες. Η πρόσληψη μεγάλων δόσεων μπορεί να οδηγήσει σε υπερκαλιαιμία με όλα τα επακόλουθα συμπτώματα αυτής (διάρροια, κούραση, ναυτία, αδυναμία κα).
Να σημειωθεί όμως ότι όλα είναι ζήτημα σωστής δοσολογίας και περισσότερο σε ότι αφορά μια βιταμίνη όπως η βιταμίνη D, η οποία εμφανίζει τοξικότητα. Νέα μεγάλη μελέτη, η National Health and Nutrition Examination Survey, μια επιδημιολογική μελέτη που διεξήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2001 ως το 2006 παρακολουθώντας περισσότερους από 15.000 ενηλίκους εθελοντές, ανακαλύπτει ότι η πρόσληψη της βιταμίνης σε υψηλά επίπεδα μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακές φλεγμονές. Να σημειωθεί ότι τα υψηλά επίπεδα δεν μπορούν φυσικά να προέλθουν ούτε από τη διατροφή, καθώς πολύ λίγα τρόφιμα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αποτελούν πολύ καλή πηγή της βιταμίνης ούτε από την έκθεση στον ήλιο. Οι ειδικοί εφιστούν την προσοχή μας ως προς τα συμπληρώματα, συνιστώντας ότι πρέπει να τα παίρνουμε μόνον όταν χρειάζεται και – φυσικά – με μέτρο. Στα αποτελέσματα της έρευνας που αναρτήθηκε στο ‘American Journal of Cardiology’, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όσοι είχαν φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D εμφάνιζαν μικρότερα επίπεδα πρωτεΐνης CRP (C-Reactive Protein), η οποία αποτελεί δείκτη για τις φλεγμονές του καρδιακού ιστού και των αιμοφόρων αγγείων. Όταν όμως τα επίπεδα της βιταμίνης D βρίσκονταν επάνω από τα ανώτατα φυσιολογικά, τα επίπεδα της CRP αυξάνονταν και αυτά, οδηγώντας σε μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών προβλημάτων.