, , ,

Σε αναζήτηση… του έρωτα

Το μόνο σίγουρο είναι πως ακόμη και στη ψηφιακή εποχή στην οποία ζούμε, δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρίνεται με την ανθρώπινη επαφή.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Χαμένο Φως» της Μαρίας-Χριστίνας Δουλάμη – Εκδόσεις Πηγή

Είχαν ξεκινήσει να μιλάνε – να δαχτυλογραφούν δηλαδή – εδώ και δύο μήνες. Ξεκίνησε κατά τύχη, όταν αυτή, η Φρόσω, αναζητούσε κάτι να την αποσπάσει από το γεγονός ότι δεν είχε ένα άτομο στη ζωή της ο οποίος θα πρόσφερε τη συντροφικότητα, την εκτίμηση, την στήριξη και την αγάπη που ήθελε. Η Χαρά της είχε πει να μπει στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. «Έτσι για πλάκα. Θα το διασκεδάσεις τουλάχιστον», της είχε πει και την παρότρυνε να μην σκέφτεται τα πάντα τόσο σοβαρά. Θα ήταν μια ευχάριστη διαδικτυακή γνωριμία που ίσως με το χρόνο προέκυπτε σε κάτι παραπάνω. Αλλά δεν ήταν ανάγκη να βίαζε τις καταστάσεις.

Advertisment

Η ίδια η Φρόσω ήταν πολύ διστακτική. Ώσπου ένα βράδυ – γιατί όλες οι σπουδαίες ή καταστροφικές αποφάσεις λαμβάνονται βράδυ – πήρε τη μεγάλη απόφαση. Δημιούργησε ένα προφίλ και ενώθηκε.

Όνομα: Δουλτσινέα (Έτσι κι αλλιώς όλοι ψευδώνυμα χρησιμοποιούσαν, και ήταν, εξάλλου, ένα σημαντικό μέρος του μυστηρίου που περιέβαλλε την όλη διαδικασία).

Ηλικία: Νεαρή αλλά συγχρόνως ώριμη (Δεν ήθελε να βάλει αριθμό. Όλες οι γυναίκες έχουν ένα κόλλημα με την ηλικία τους, δεν ήταν ανάγκη να επιδεινώνουμε την κατάσταση!)

Advertisment

Ενδιαφέροντα: Μουσική, Κινηματογράφος, Διάβασμα, Γυμναστική, Ταξίδια, Εθελοντισμός σε ζωόφιλες οργανώσεις (Ήταν όλα αλήθεια. Παρόλο που το τελευταίο δεν το εξασκούσε αρκετά, ήθελε να σιγουρευτεί πως το ενδεχόμενο «ταίρι» της θα ήταν ευαίσθητο και όχι κανένας ψυχοπαθής μπουνταλάς, όπως θεωρούσε όσους κακομεταχειρίζονταν τα ζώα).

Χαρακτηριστικά του ιδανικού συντρόφου: Να είναι ευγενικός, γενναιόδωρος, καλοσυνάτος, να σέβεται τις γυναίκες ειδικά και τους ανθρώπους γενικότερα, να είναι φιλόδοξος και να παλεύει για τα όνειρά του, αθλητικός, ενημερωμένος, με άριστη αίσθηση του χιούμορ
(Δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο, παρόλο που σίγουρα θα υπήρχε κάποιο ακόμα χαρακτηριστικό που της είχε ξεφύγει. Για την ώρα όμως αυτά αρκούσαν).

Είχαν περάσει πέντε λεπτά που το προφίλ της ήταν επισήμως ‘αναζητήσιμο’. Πρώτη φορά έκανε κάτι τέτοιο – να εκθέσει τον εαυτό της τόσο ανοιχτά και τόσο απροκάλυπτα σε ολόκληρο τον κόσμο, έστω δια μέσου μιας οθόνης. Στο κάτω κάτω, όλες οι δουλειές πια μέσω υπολογιστών γινόντουσαν. Όλη μας τη ζωή μπροστά σε μια οθόνη καταντήσαμε να την βγάζουμε.

Την ίδια ώρα στην ίδια πόλη, στην ίδια περιοχή, στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο στενό, αλλά στην απέναντι πολυκατοικία, ο Θάνος, ένας νεαρός επιχειρηματίας που πρόσφατα είχε ξεκινήσει τη δική του δουλειά με περισσότερη επιτυχία από ότι φανταζόταν, χάζευε βαριεστημένα τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Και αυτού οι φίλοι του τον είχαν προτρέψει να την επισκεφτεί. Του έλεγαν πως αν μη τι άλλο «είχε πλάκα” και θα έβρισκε παρέα για κανένα δυο ραντεβού τουλάχιστον. Τυχερός θα ήταν αν έβρισκε κάτι περισσότερο. Κάποια με την οποία θα είχε κοινά ενδιαφέροντα, θα μπορούσε να συνομιλήσει, να βγουν μαζί για βόλτες, ποτά, ταξίδια. Αλλά για τον Θάνο, κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο να βρεθεί μέσω μιας ιστοσελίδας.

Είχε δοκιμάσει και στην πραγματική ζωή και δεν πέτυχαν οι σχέσεις που είχε δημιουργήσει. Τί θα τον έκανε να πιστεύει τώρα πως μέσω μιας οθόνης θα έβρισκε τον έρωτα της ζωής του; Ακουγόταν τόσο ρομαντικό, στα όρια του γελοίου. Παρ’ όλα αυτά, καθώς κυλούσε την σελίδα πιο κάτω, έπεσε στο όνομα της Δουλτσινέας. Διάβασε το προφίλ και για μια στιγμή σταμάτησε. Ποιος όμως του εγγυόταν πως όλα αυτά που έγραφε εκεί ήταν αληθινά; Στο διαδίκτυο εξάλλου ο καθένας είναι αυτό που θέλει, παρουσιάζεται όπως θέλει, και λέει και ό,τι θέλει. Άρα; Τι αλήθεια υπάρχει σε όλα αυτά;

Κάτι όμως τον τράβηξε σε εκείνο το προφίλ. Ήταν ο τρόπος που είχε γραφτεί – τόσος απλός που συνάμα έβγαζε μια γνησιότητα που το διέκρινε από όλα τα άλλα προφίλ που είχε προσπεράσει βιαστικά. Αποφάσισε λοιπόν να το δοκιμάσει. Στο κάτω κάτω, δεν είχε τίποτα να χάσει.

Όνομα: Δον Κιχώτης (Όλοι ξέρουν ποιος είναι. Και ο ρομαντισμός που τον διακατέχει ήταν ένα κοινό που είχαν. Ταίριαζε και με τη Δουλτσινέα. Είτε θα την ενθουσίαζε η ιδέα, είτε θα την απωθούσε εντελώς ως κάτι γραφικό. Αποφάσισε να ρισκάρει την τύχη του).

Ηλικία: Στα πρώτα -άντα (Ούτε αυτός ήθελε να βάλει αριθμό. Όλοι ανεξαιρέτως σε τέτοιες περιπτώσεις είχαν ένα θέμα με την ηλικία τους. Αλλά προτιμούσε να δείχνει ότι ήταν ώριμος και όχι κανένα σχολιαρόπαιδο).

Ενδιαφέροντα: Αθλητικά, Υπολογιστές, Μουσική, Κινηματογράφος, Ταξίδια, Εθελοντισμός (Και αυτός είχε πει την αλήθεια. Πίστευε πως σε αυτό ταίριαζε με την Δουλτσινέα, αλλά από την άλλη, όλοι πάνω κάτω τα ίδια έβαζαν).

Χαρακτηριστικά του ιδανικού συντρόφου: Να είναι όμορφη εσωτερικά, γλυκιά, γενναιόδωρη, ευγενική, ανεξάρτητη, να θέλει να αναπτυχθεί τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, να της αρέσουν τα ταξίδια, να έχει αίσθηση του χιούμορ (Μπορεί να ακουγόταν υπερβολικά ρομαντικός, αλλά δεν τον ένοιαζε πλέον. Ήθελε να βρει επιτέλους κάποια που να μοιραζόταν τον τρόπο σκέψης του και να μην την ενοχλούσε αν γινόταν ευαίσθητος ή αντιμετώπιζε και αυτός τα προβλήματά του. Οι γυναίκες θα έπρεπε να κατανοήσουν πως οι άνδρες δεν είναι μόνο για να επωμίζονται τα βάρη, αλλά και για να μοιράζονται τα ευχάριστα).

Πάτησε το κουμπί και το προφίλ «ανέβηκε». Ήταν πια κι αυτός άλλος ένας από τους χιλιάδες ανυπόμονους διαδικτυακούς επισκέπτες που αναζητούσαν μέσω ενός άψυχου μηχανήματος τη θαλπωρή μιας ανθρώπινης συντροφιάς.

Πέρασαν ώρες ώσπου να πάρει την απόφαση και να κάνει αυτός το πρώτο βήμα. Το προτιμούσε έτσι. Μπορεί οι γυναίκες τη σύγχρονη εποχή να ήταν πιο εξελιγμένες και απελευθερωμένες από μερικά χρόνια πριν, αλλά κάποια πράγματα οι άντρες αρέσκονται στο να έχουν την κυριαρχία. Άνοιξε ένα «παράθυρο» και έγραψε απλά «Καλησπέρα!». Το θαυμαστικό το πρόσθεσε γιατί στο μυαλό του φαινόταν πιο οικείο, πιο ανάλαφρο, λες και προφερόταν με ένα χαμόγελο. Τώρα έπρεπε να περιμένει.

Η Φρόσω σάστισε όταν είδε να ξεπροβάλλει αναπάντεχα στην οθόνη της ένα μήνυμα. Ποιος ήταν αυτός ο Δον Κιχώτης; Και τι προσπαθούσε δηλαδή να κάνει χρησιμοποιώντας αυτό το όνομα μαζί της; Αμέσως έλεγξε το προφίλ του. Στη διαδικτυακή εποχή το να κατασκοπεύει ο ένας τον άλλον ήταν ένα κοινό καθημερινό φαινόμενο. Βέβαια, ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι νέοι απομακρύνονται όλο και περισσότερο, γιατί, μιας και ο καθένας ανακοινώνει και διαφημίζει ό,τι θέλει για τον εαυτό του, εύκολα καλλιεργείται έτσι ένα αίσθημα μνησικακίας και ζήλιας. Που έπειτα μετουσιώνεται σε φθόνο και οι όποιες «φιλικές» σχέσεις περνούν στο στάδιο της υποκρισίας. Και έτσι αυξάνονται τα περιστατικά κατάθλιψης, και η ακόρεστη αίσθηση πως ποτέ δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τίποτα.

Το προφίλ του Δον Κιχώτη όμως απέρρεε μια ειλικρίνεια που δεν είχε εντοπίσει σε κανένα από τα άλλα προφίλ που είχε μελετήσει η Φρόσω. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία, αυτό δεν φαινόταν να είχε κάτι το προσποιητό, βαλμένο απλά για να εντυπωσιάσει τα επίδοξα «ταίρια» του. Κάτι της έλεγε μέσα της να το δοκιμάσει. Ένα παιχνίδι ήταν και αυτό. Και εξάλλου, μπορεί και να μην τον έβλεπε και ποτέ.
«Καλησπέρα!». Του απάντησε. Σκέφτηκε αρχικά να βάλει και ένα χαμογελάκι αλλά δεν ήθελε να εμφανιστεί ως υπερβολικά ανυπόμονη.

Δεν χρειάστηκε και πολύ μετά για να ξεκινήσει μια συζήτηση, τόσο ζωντανή όσο και η φωτιά που αρχινάει από τις πρώτες φρέσκες σπίθες.
Η συνομιλία τους σύντομα εξελίχτηκε. Άρχισαν να μιλούν για τα ενδιαφέροντά τους, για τις ανησυχίες τους, τις σκέψεις τους για το μέλλον της χώρας, για ταξίδια, για βιβλία, για ταινίες. Και κάθε φορά διέκοπταν γιατί είχε πάει αργά, σχεδόν ξημερώματα, και την άλλη μέρα είχαν δουλειά. Κάθε μέρα όμως ανελλιπώς τους τελευταίους δυο μήνες, ήταν και οι δυο πιστοί στο ραντεβού τους. Και το σπουδαιότερο ήταν πως ποτέ δεν ξέμεναν από θέματα συζήτησης.
[…]

Ένα μεσημεριανό, καθώς η Φρόσω ετοίμαζε ένα γρήγορο φαγητό – μακαρόνια με σάλτσα – άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο που την ειδοποιούσε πως είχε μήνυμα. Ο Δον Κιχώτης ήταν «συνδεδεμένος» και είχε όρεξη για κουβέντα. Εκείνη τη μέρα ήταν που έριξε και την ερώτηση που για μέρες τώρα περιτριγύριζε τις συνομιλίες τους, σαν ένας αόρατος χιτώνας που σιγά σιγά έπεφτε πάνω τους.
«Θες να βρεθούμε για καφέ;» Η Φρόσω – Δουλτσινέα – έμεινε να κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια την οθόνη του υπολογιστή της.
[…]

Έτρεξε στην κουζίνα προλαβαίνοντας μόλις τη σάλτσα που ανάβραζε σαν μαινόμενη λάβα από το τηγάνι. Τι θα κάνει; Τί να του απαντήσει; Κι αν ο «Δον Κιχώτης» δεν είναι αυτός που οραματίστηκε στο μυαλό της; Κι αν η «Δουλτσινέα» δεν ανταποκρίνεται στην κοπέλα που φαντάστηκε αυτός; Κι αν δεν πάρουμε ποτέ ένα ρίσκο, δεν θα ξέρουμε τι μέλλει να συμβεί. Μπορεί κάπως έτσι να γνωρίσουμε τον έρωτα που θα αλλάξει τη ζωή μας. Ή έστω έναν άνθρωπο που θα μας σημαδέψει.

Όπως και να ‘χει όμως, το μόνο σίγουρο είναι αυτό: πως ακόμη και στη ψηφιακή εποχή στην οποία ζούμε, δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρίνεται με την ανθρώπινη επαφή. Πόσο μάλλον όταν αυτή συνοδεύεται από τα βέλη του έρωτα.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Πράξεις καλοσύνης που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας
Γκάντι: Για να σταματήσει η φυσική βία πρέπει πρώτα να σταματήσει η παθητική βία
Ο Αρίν και το δικαστήριο | Μια ιστορία για τις αξίες και το πραγματικό νόημα της δικαιοσύνης
Μην ελέγχετε με φόβο

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση