Η ζωή που αναβάλλουμε γίνεται ζωή που χάνουμε

Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που εμφανίστηκε στο γραφείο. Ήταν δεν ήταν τριάντα χρονών τότε. Είχε δυο μαύρα μάτια που έκαιγαν σαν κάρβουνο και

Η ζωή που αναβάλλουμε γίνεται ζωή που χάνουμε

Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που εμφανίστηκε στο γραφείο. Ήταν δεν ήταν τριάντα χρονών τότε. Είχε δυο μαύρα μάτια που έκαιγαν σαν κάρβουνο και μια φωνή βαθιά, που έμοιαζε να συνωμοτεί με τις υψηλότερες οκτάβες της ανθρώπινης φύσης.

«Καλώς τόν τον όμορφο» τον υποδέχτηκα λιγάκι βαριεστημένος, πνιγμένος όπως ήμουν στις χιλιάδες υποχρεώσεις μου.

Advertisment

«Λοιπόν, δεν μιλάμε δα και για πυρηνική επιστήμη. Ψαχουλεύεις τα νέα της επικαιρότητας και ανεβάζεις τουλάχιστον 20 άρθρα την ημέρα. Περισσότερα ναι, λιγότερα ποτέ» του έδωσα τις οδηγίες.

«Από εδώ μέσα, αν φανείς έξυπνος, θα φύγεις μόνο με σύνταξη» συμπλήρωσα έπειτα με εκείνο το περισπούδαστο ύφος της παλιάς καραβάνας, που λιγάκι μου έφερε στο νου τον λοχία από τη θητεία μου στον Έβρο.

Ο Στέφανος δεν φάνηκε να ενθουσιάζεται με την προοπτική του βολέματος. Απεναντίας, στράβωσε λιγάκι το στόμα του.

Advertisment

«Προτιμώ να φύγω με καρδιά» μου αποκρίθηκε και αμέσως σκέφτηκα πως πρέπει να ήταν λιγάκι μυστήριο τρένο.

Σταδιακά αναπτύξαμε μια ιδιότυπη σχέση. Ήμασταν δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι που όμως συνέκλιναν για λίγο, εκείνα τα πρωινά που μαζί στρίβαμε το τσιγάρο μας και απολαμβάναμε τον καφέ μας.

Ήθελε να τα ζήσει όλα, ενώ η αφεντιά μου έτρεμε και τη σκιά της ακόμη. Δεν συμπαθούσε τη ρουτίνα και εγώ, από την άλλη, την είχα αφήσει να διαφεντεύει πλήρως την ύπαρξη μου

«Πότε θα καταλάβεις πως γεννηθήκαμε εφήμεροι; Πριν πέσει το αστέρι σου, κατάκτησε το κομμάτι του ουρανού που σου αναλογεί» με παρότρυνε κάπου κάπου, με τη γοητευτική αναίδεια της ηλικίας του.
Χαμογελούσα. «Σύντομα θα σε προσγειώσει και εσένα το σύστημα» μουρμούριζα. Ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζα. Γιατί η υποδούλωση του θα αποδείκνυε την παντοδυναμία της καθεστηκυίας τάξης και θα μου χάριζε μια ακόμη πρώτης τάξης δικαιολογία για την αδιανόητη δειλία μου.

Συχνά με κοιτούσε περιπαιχτικά. Όλους έτσι μας κοιτούσε, νομίζω. Σαν να μην μας έπαιρνε και τόσα στα σοβαρά. Ή μάλλον σαν να μην έπαιρνε την ίδια τη ζωή και πολύ στα σοβαρά. Ερωτοτροπούσε μαζί της διαρκώς, σαν έφηβος εραστής.

Θαύμαζε τα χρώματα της ανατολής και μεθούσε από τη μυρωδιά του χώματος ύστερα από τη βροχή, ένιωθε τη συγκίνηση να τον διαπερνά σε κάθε ηλιοβασίλεμα και τη γεύση του κρασιού να χορεύει με την ψυχή του.

Τα πρωινά φώναζε «καλημέρα» γεμάτος ενθουσιασμό, μα εμείς τακτοποιούσαμε εκκρεμότητες και μίζερες σκέψεις και έτσι χρόνο δεν βρίσκαμε για να συμμεριστούμε λιγάκι τη χαρά του.

Τις νέες ιδέες του τις αντιμετωπίζαμε με καχυποψία. «Γιατί θες να φέρεις τα πάντα τούμπα; Καλά δεν είμαστε και έτσι;» διαμαρτυρόμασταν.

«Υπάρχει το καλά, όμως υπάρχει και το συναρπαστικά» μας απαντούσε σφυρίζοντας κεφάτα.
Και ένα μεσημέρι, μας ανακοίνωσε την παραίτησή του.

«Καινούργια δουλειά;» τον ρώτησε έκπληκτος ο τύπος του λογιστηρίου, που θα έλεγες ότι είχε πια ριζώσει στη μαύρη πολυθρόνα του.

«Δεν θέλω μια δουλειά αλλά μια έμπνευση» απάντησε αινιγματικά και με μάτια που έλαμπαν ο Στέφανος.

Ποτέ δεν βγάζαμε άκρη μαζί του και έτσι δεν γυρέψαμε περισσότερες εξηγήσεις. Η κυρία Καίτη από το εμπορικό τμήμα μουρμούρισε απλώς πως η ανεργία μαστίζει την κοινωνία μας και ο Νότης από τη γραμματεία γενικολόγησε πως όποιος ζητάει τα πολλά χάνει και τα λίγα. Ύστερα, φάγαμε όλοι από τα γλυκά που μας κέρασε.

«Α ρε μπαγάσα, κάτι μέσα μου μου έλεγε από την αρχή πως ήσουν ιδιαίτερη περίπτωση» του είπα με πατρική στοργή.

«Θάνο, μια ευκαιρία έχουμε. Μια γύρα προτού χαθούμε στο άπειρο. Αντί να κοιτάς το ρολόι σου περιμένοντας να σχολάσεις, γιατί δεν την κάνεις και εσύ από εδώ;» προσπάθησε για μια τελευταία φορά να με ξεσηκώσει.

«Γέρασα. Και το δικό μου τρένο χάθηκε…» του απάντησα ξερά.

«Ποτέ δεν χάνουμε τα τρένα που τα βαγόνια τους χρωματίσαμε» επέμεινε εκείνος ο ρομαντικός πεισματάρης που ποτέ μου δεν ξεχνώ.

Έσκυψα το κεφάλι. Ύστερα βάλθηκα να περιεργάζομαι τους συναδέρφους. Χωμένοι στους υπολογιστές τους, έμοιαζαν ολοκληρωτικά παραδομένοι σε μια σταθερότητα που είχε πια καταστεί θηλιά στο λαιμό τους.

Έπειτα κοίταξα τον διευθυντή, που συνήθιζε να τακτοποιεί μέχρι αργά επείγουσες υποθέσεις στο γραφείο του γιατί κανέναν δεν είχε να τον περιμένει στο σπίτι του. Αναστέναξα.

Εκείνο το βράδυ, σαν ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, έκλαψα. Θυμήθηκα τη δική μου παρθενική μέρα στη δουλειά. Θα καθόμουν λίγα χρόνια εκεί, υπαγόρευε το σχέδιο μου. Όσα ακριβώς χρειαζόμουν για να συμπληρώσω την απαραίτητη προϋπηρεσία. Και έπειτα θα κυνηγούσα τον μεγάλο μου στόχο, τη βαθύτερη επιθυμία μου, την πιο ανείπωτη λαχτάρα μου.

Συμπλήρωσα τελικά κάποτε την προϋπηρεσία που επιθυμούσα. Ωστόσο, μετά ήρθε το bonus. Να μην το εισπράξω; Και το επόμενο bonus. Ακόμη μεγαλύτερο, πώς να το αγνοήσω; Ο γάμος μου. Πολλά έξοδα. Το πρώτο παιδί. Περισσότερα έξοδα. Το δεύτερο παιδί. Πού διάθεση για αλλαγές πλέον.
Και ο καιρός πέρασε, η ζωή με προσπέρασε. Το όνειρο χάθηκε. Το αντάλλαξα με τη σταθερότητα και τα bonus, με τα σπίτια και τις καταθέσεις. Δίκαιη συμφωνία, σωστά;

Λίγα χρόνια αργότερα, πληροφορήθηκα πως ο Στέφανος ήταν πια σκηνοθέτης. Έκτοτε, κάθε φορά που ενημερωνόμουν από την εφημερίδα και την τηλεόραση για τις διεθνείς διακρίσεις των ταινιών του, έφερνα ξανά στον νου μου εκείνα τα μαύρα μάτια του, που ποτέ δεν καταδέχτηκαν να πουλήσουν το φως τους…

Γιατί τελικά η ζωή δεν αγαπά τους λιποτάκτες αλλά όσους συντονίζονται στον ξέφρενο ρυθμό της. Και μας προσφέρεται ως εκλεκτό έδεσμα στο πιάτο μας τώρα. Τώρα μπορούμε να ευθυγραμμιστούμε με το πεπρωμένο μας. Να σιωπήσουμε για λίγο, προκειμένου να ακούσουμε προσεχτικά την καρδιά μας.

Ποιο όνειρο μας κρατά ξάγρυπνους τα βράδια και ποιο ουράνιο τόξο μας απαγορεύεται να κρυφτεί στα σύννεφα των ματαιώσεων;

Έφτασε η στιγμή να σταθούμε απέναντι από τον εαυτό μας και να του ζητήσουμε τον λόγο για όλους τους συμβιβασμούς που πειστήκαμε πως χρειάζεται να κάνουμε. Να αποχαιρετήσουμε όσα δεν μας εξυπηρετούν. Φίλους που προτιμούν τη δειλή σιωπή από την άβολη συζήτηση, δουλείες που προσθέτουν ένα σταθερό εισόδημα στον τραπεζικό μας λογαριασμό και μια αμείωτη πλήξη στην καθημερινότητά μας.

Να τολμήσουμε. Τη βουτιά στο άγνωστο, που μυστικά μας θέλγει, τις βραδινές βόλτες με τους ωραίους τρελούς, που στον χάρτη τους σημαδεύουν την αλήθεια, αυτούς που δεν μετρούν τις κουβέντες μας και δεν απειλούνται από τη φωτιά μας.

Να προχωρήσουμε. Ένα βήμα πιο κοντά σε όσα ως παιδιά ορκιστήκαμε πως θα κρατήσουμε στα χέρια μας. Να καταργήσουμε τα όρια. Μόνα μας όρια οι περιοριστικές μας πεποιθήσεις.

Στη μεψιμοιρία να απαντήσουμε με δράση. Αποφασιστική και ασίγαστη. Και όταν τα εμπόδια ορθώνονται πελώρια μπροστά μας, εμείς να συνεχίσουμε. Να επιμένουμε πως τον κόσμο μας αρνούμαστε να τον παραδώσουμε στις στάχτες, πως τη ζωή μας δεν θα τη νικήσει το σκοτάδι.

Να γίνουμε περισσότερο σύμμαχοι ανθρώπων και λιγότερο εξουσιών. Να είμαστε συνάδελφοι αντί για ανταγωνιστές. Να σεβόμαστε τους διευθυντές ονείρων και όχι εκείνους που θρυμματίζουν την έμπνευση και καταπατούν τα εργασιακά δικαιώματα, στολίζοντας την ένδειά τους με τίτλους.

Αντί να κρίνουμε, να δημιουργούμε. Να προτιμάμε το ταλέντο από τις δημόσιες σχέσεις και τους ηγέτες από τους πειθήνιους ακολούθους. Και όταν η ώρα φτάνει, να αποβιβαζόμαστε από όσα καράβια δεν αρμενίζουν πια στη θάλασσά μας. Γιατί το ταξίδι προς τον προορισμό μας συνιστά το ιερότερο καθήκον μας, εκείνο που απαγορεύεται να προδώσουμε.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Οι άνθρωποί μας φεύγουν, αλλά ζουν παντοτινά μέσα μας
«Το αγέννητο παιδί μου…»
Θυμάμαι πράγματα που δεν έζησα... Θυμάμαι και πράγματα που έζησα, αν είναι αλήθεια...
Αν δεν το πεις εσύ, θα το πει το σώμα σου

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση